-
1 αἰγωπός
αἰγωπός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγωπός
-
2 αιγωπόν
-
3 αἰγωπόν
-
4 αιγωπού
-
5 αἰγωποῦ
-
6 αιγωποί
-
7 αἰγωποί
-
8 αιγωπούς
-
9 αἰγωπούς
-
10 αιγωπά
-
11 αἰγωπά
-
12 χαροπός
A fierce,λέοντες Od.11.611
, h.Merc. 569, IG42(1).131.12 (Epid.); ; ; κύνα, of Hecuba, Lyr.Adesp. 101; (lyr.); χαροποῖσι πιθήκοις ( παρὰ προσδοκίαν for λέουσι, in an oracle alluding to the Spartans) Ar. Pax 1065 (hex.); of serpents, AP10.22 ([place name] Bianor); grim,Ἄρης IG9(1).868.1
(Corc., vii/vi B. C., nisi leg. Χάροπος, gen. of Χάροψ) ; γένεια, of bears, Nonn.D.5.363; κεραῖαι, of a bull, ib.40.52; γενειάδες, of dogs, ib. 307. Adv. - πῶς Sch.Opp.C.3.510.2 of eyes, flashing, bright,βλέποντος χαροποῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τὴν κόρυν οἷον οἱ λέοντες ἐν ἀναβολῇ τοῦ ὁρμῆσαι Philostr.Her. 12a
.1;τὸ χ. αὐτοῦ καὶ γοργόν Id.Im.1.23
;χ. βλέμματος ἀστεροπαί AP5.152
(Asclep.), cf. 155 (Mel.);ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας Theoc.20.25
; ὄμμα χ., typical of a brave man, Arist.Phgn. 807b1; of persons, flashing-eyed, φοβερὰ καὶ χαροπὴ καὶ δεινῶς ἀνδρική (sc. ἡ Ἀθηνᾶ) Luc.DDeor.19.1: neut. as Adv.,χαροπὸν βλέπειν Philostr.Im.1.28
; χαροπὸν στράπτουσιν ὀπωπαί (of the hare) Opp.C.3.510 (regul. Adv. - πῶς Sch. ad loc.).b glassy, glazed, dull, of the eyes of winedrinkers, Al.Ge.49.12 (χαροποιοὶ.. ὑπὲρ οἶνον, v.l. ἀπὸ οἴνου, LXX l.c., s. v.l.), Sm.Pr.23.29 (πελιοὶ LXX
l.c.).3 of one of the chief eye-colours in men and animals, perh. bluish-grey, distd. fr. μέλας, γλαυκός, and αἰγωπός, Arist.HA 492a3, GA 779b14;τὰ χ. ἢ μέλανα ὄμματα Luc.DMort.1.3
; of persons, bluish-grey-eyed PPetr.1p.54, al. (iii B. C.), Theoc.12.35, cf. Philostr.Im.2.5, al.; of horses, Opp.C.1.310, 4.113; of dogs, X.Cyn.3.3, Arr.Cyn.5.1 (prob.), Gp.19.2.1; of rams, ib.18.1.3; of παρδάλεις, Eust. 1703.29; opp. μελανόφθαλμος, S.E.M.7.198; persons with this eyecolour are φθινώδεες acc. to Hp.Epid.3.14 (where Gal.17(1).726 thinks Hp. ought to have mentioned a different colour, γλαυκός). Adv. [comp] Comp. -ώτερον, μελαίνεσθαι (of the eyes) Hld.2.35.4 of the sea, bluish-grey, grey,χαροποῖο θαλάσσης Orph.Fr.245.21
, cf. A. 272, [S.] Fr.1126.3, AP12.53 (Mel.), 9.36 (Secund.), Anacreont. 53.30, Nonn.D.4.187, al.; of the dawn,χ. ἠώς A.R.1.1280
; of the moon, Arat.1152, Q.S.10.337;πρὸς ἕω λαμβάνει [ἡ σελήνη] χρόαν κυανοειδῆ καὶ χαροπήν Plu.2.934d
; of certain stars,χ. καὶ ἀναλδέες εἱλίσσονται Arat.394
, cf. 594.5 metaph., grey, ὑπὸ σὸν (sc. τῆς Νεμέσεως)τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ χαροπὰ μερόπων στρέφεται Τύχα Mesom.Nem.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαροπός
См. также в других словарях:
αιγωπός — αἰγωπός, όν (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει μάτια όμοια με τής κατσίκας 2. (για μάτια) ο όμοιος με τα μάτια τής κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ –αἰγὸς + ωπὸς < ὄπωπα, ὄψ) … Dictionary of Greek
αἰγωπόν — αἰγωπός goat eyed masc/fem acc sg αἰγωπός goat eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωποί — αἰγωπός goat eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωποῦ — αἰγωπός goat eyed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωπούς — αἰγωπός goat eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωπά — αἰγωπός goat eyed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek