-
1 αἰγό-κερως
-
2 αἰγοκέρως
αἰγο-κέρως, gen. - κερω, dat.A- κερῳ Man.1.106
; acc.- κερων Placit.5.18.6
, Luc.Astr.7; later gen.- κέρωτος Jul.Or.4.156a
: ([etym.] κέρας):—goat-horned, APl.4.234 (Phld.).II Subst., Capricorn ,Gem.Calend.7, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Arat.286, Placit.l.c., Luc. l.c., IG14.1307.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγοκέρως
-
3 αἰγόκερως
αἰγό-κερως, dasselbe, als adj. ziegenhornig -
4 κέρας
Grammatical information: n.Meaning: `horn, for blowing and drinking', metaph. `branch (of a river), part of an army, top etc.'.Other forms: gen. ep. *-ραος, Hdt. - ρεος, Att. - ρως, -ρᾱτος, dat. ep. -ραϊ, Hdt. -ρεϊ, Att. - ρᾳ, nom. acc. pl. ep. - ρα(α), Hp. and Att. -ρᾱτα, gen. ep. - ράων, Att. - ρῶν, -ρᾱτων, dat. -ρᾱ̆σι, ep. also - ράεσσι; late ep. gen. sg. -ρά̄ατος, n. a. pl. -ρά̄ατα (further see Schwyzer 515).Compounds: As 1. member a. o. in κερασ-φόρος `with a horn' (trag.), also κερατο-φόρος `id.' (Arist.); κεραο-ξόος `polishing horn' (Δ 110, AP; on the euphonically determined thematic vowel Schwyzer 440, Sommer Nominalkomp. 20 n. 2), thematically reshaped e. g. in κερο-φόρος (E.), also κερε-αλκής `with strong horn' (A. R.; cf. Schwyzer 440). As 2. member mostly - κερως (m. f.) \< - κερα(σ)-ος in ὑψί-, ἄ-κερως etc.; with special feminine form ὑψι-, καλλι-κέραν acc. (B.; Sommer 20 n. 1); quite isolated -κέρᾱτος, e. g. ἀ-κέρατος (Pl., Arist.; τῆς ἀκεράτου beside την ἀκέρων Pl. Plt. 265b, c), also ἀ-κέρωτος (AP), - κερος e. g. in νή-κεροι pl. `hornless' (Hes. Op. 529); with the subst. δί-κερας n. `double horn' (Callix.) and, as plant names, αἰγό-, βού-, ταυρό-κερας n. (after the form of the fruit, Strömberg Pflanzennamen 54); also αἰγο-κέρως `Capricornus' with metrically conditioned gen. - κερῆος (Arat., Q. S.; cf. Bosshardt Die Nom. auf - ευς 64).Derivatives: Diminutives: κεράτιον `little horn' (Arist., hell.), `name of a weight a. a coin, "carat" (Hero) = Lat. siliqua (inscr. and pap.); τὰ κεράτια `the fruits of the carob-tree' (Ev. Luc. 15, 16, Dsc.); from there κερατία f. `carob-tree' (Str., Plin.), also - τέα (pap., Gp.; after the tree names in - έα), κερωνία `id.' (Thphr., Plin.; as βρυωνία a. o.; Chantraine Formation 207f.), from cross κερατωνία `id.' (Gal., Aët.). Further substantives: κερασ-τής m. `horned being' (S., E.; of ἔλαφος, Πάν etc.), name of a snake, `Cerastes cornutus' (Nic. a. o.), f. - στίς (A).; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 209; also surname of the island of Cyprus (Hdn. 1, 104, 15: " ἀπὸ τοῦ πολλὰς ἄκρας ἔχειν"); κερατῖτις ( μήκων) `kind of poppy' (Thphr., Dsc.; Redard Les noms grecs en - της 72f.); κεραΐτης m. = Lat. cornicularius (Lyd. Mag.), κεραϊ̃τις f. "Hornpflanze" = τῆλις a. o. (Redard 41 and 72, Strömberg Pflanzennamen 54); however κεραΐτης and κεραϊ̃τις belong rather to κεραία (s. below); κερατίας m. name of Dionysos (D. S.), also name of a comet (Plin.; Scherer Gestirnnamen 107); κεραία f. name of several hornlike objects, e. g. `yard, beam, cornucopia', as sign of writing = Lat. apex (Att., hell.); dimin. κερᾳδιον (Attica, Delos; or κεραΐδιον?); κερατών, - ῶνος m. name of an altar on Delos (hell.; prop. "place adorned with horns"; after the place names in - ών). - Adjectives: κεράτινος `made of horn' (X., Pl. Com.), κερατίνης m. `the fallacy called the Horns' (D. L., Luc.); κερατώδης `hornlike' (Thphr.); κερόεις `horned' (Anakr., Simon.); κερέϊνος `id.' (Aq., Sm.). - Denomin. verb: 1. κερατίζω `but with the horns' (LXX); from there κερατιστής (LXX), κεράτισις (Apollod. Poliork.); κερατισμός `loss on excange of solidi in ceratia' as if from κερατίζω *`change in ceratia' (pap. VIp, Lyd. Mag.); 2. κερατόω `change in horn' (Ael.); 3. κεράω `provide with horns' (Arat.), `form a wing' (Plb.). - On κεραός, κεραΐς, κεράμβυξ, κερανίξαι, κερουτιάω, κέρνα s. vv.Origin: IE [Indo-European] [574] *ḱer-h₂(e)s- `horn, head'Etymology: Beside κέρας `horn' stands in κάρᾱ, κάρηνα `head' a reduced grade *καρασ- (\< *ḱerh₂-es-), in κρᾱνίον `skull' a zero grade *κρᾱσ- (\< ḱr̥h₂s-); on the meaning s. below. A zero grade also in Skt. śíras- n. `head' (\< *ḱr̥h₂es-); Av. sarah- n. `head' is polyinterpr.); zero grade in gen. śīrṣ-ṇ-ás (\< *ḱr̥h₂s-nos; κρά̄ατος \< *ḱr̥h₂s-n̥-tos, cf. on κάρᾱ). The full grade with e- in Lat. cerebrum `brain' (IE. *ḱerh₂(e)s-ro-m \> * keras-ro-m). - The s-stem has an u-complement in κερα(Ϝ)-ός (s. v.); further there is an n-fomation in Germ., e. g. NHG Horn, Lat. corn-ū, Skt. śŕ̥ṇ-g-am `horn'. Full discussion in Nussbaum, Head and Horm, 1986. The original meaning was prob. `horn, Gehörn', from where `horned animal-head' and `head in gen.' - Further forms s. on κάρᾱ, κρᾱνίον, κρήδεμνον, κράνος; also W.-Hofmann s. cerebrum and cornū.Page in Frisk: 1,826-827Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέρας
-
5 αιγοκερως
-
6 αἰγόκερας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγόκερας
См. также в других словарях:
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
μηλόκερως — και μηλόκερος, ὁ (ΑΜ) αυτός που έχει κέρατα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κερος και κέρως (< κέρας, γεν. αττ. κέρως), πρβλ. αιγό κερως, μονό κερως] … Dictionary of Greek
ετερόκερος — η, ο και ετερόκερως, ων 1. αυτός που έχει κέρατα ανόμοια μεταξύ τους 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετερόκερος γένος κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κερος ή κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
ευρυθμόκερως — εὐρυθμόκερως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) (για βόδια και ελάφια) ο ευρύκερως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρυθμος + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
ευρύκερως — ο (Α εὐρύκερως, ωτος, ὁ, ἡ) νεοελλ. ονομασία πτηνού τής Μαδαγασκάρης αρχ. (για βόδια και ελάφια) με πλατιά κέρατα, με κέρατα τών οποίων απλώνονται οι διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
μεγαλόκερος — και μεγάκερως, ο (Α μεγαλόκερως, ων, Μ μεγαλόκερος, ον) νεοελλ. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος γιγαντιαίας άλκης το οποίο ανήκει στην οικογένεια cervidae μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… … Dictionary of Greek
ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… … Dictionary of Greek
στρεψίκερως — ικέρωτος, ο, η, ΝΑ ονομασία αφρικανικής αντιλόπης με συνεστραμμένα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι τού στρέφω (πρβλ. στρέψις) συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + κερως (< κέρας, ατος), πρβλ. αιγό κερως. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι… … Dictionary of Greek
τραγόκερως — ων, Α αυτός που έχει κέρατα τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως] … Dictionary of Greek