-
1 Αιγιαλεία
Αἰγιαλείᾱͅ, Αἰγιάλειαfem dat sg (attic doric aeolic)Αἰγιαλείᾱͅ, Αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Αἰγιαλείᾳ
Αἰγιαλείᾱͅ, Αἰγιάλειαfem dat sg (attic doric aeolic)Αἰγιαλείᾱͅ, Αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 Αιγιάλεια
-
4 Αἰγιάλεια
-
5 αιγιαλεία
-
6 αἰγιαλείᾳ
-
7 αιγιάλεια
-
8 αἰγιάλεια
-
9 Αἰγιάλεια
Αἰγιάλεια: daughter of Adrastus, wife of Diomed, Il. 5.412†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Αἰγιάλεια
-
10 Αιγιαλείας
Αἰγιαλείᾱς, Αἰγιάλειαfem acc plΑἰγιαλείᾱς, Αἰγιάλειαfem gen sg (attic doric aeolic)Αἰγιαλείᾱς, Αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem acc plΑἰγιαλείᾱς, Αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 Αἰγιαλείας
Αἰγιαλείᾱς, Αἰγιάλειαfem acc plΑἰγιαλείᾱς, Αἰγιάλειαfem gen sg (attic doric aeolic)Αἰγιαλείᾱς, Αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem acc plΑἰγιαλείᾱς, Αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 αιγιαλείας
αἰγιαλείᾱς, αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem acc plαἰγιαλείᾱς, αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 αἰγιαλείας
αἰγιαλείᾱς, αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem acc plαἰγιαλείᾱς, αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 Αιγιαλείαν
-
15 Αἰγιαλείαν
-
16 Αιγιαλείης
Αἰγιάλειαfem gen sg (epic ionic)Αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem gen sg (epic ionic) -
17 Αἰγιαλείης
Αἰγιάλειαfem gen sg (epic ionic)Αἰγιάλειοςfrequenting the shore: fem gen sg (epic ionic) -
18 Αιγιάλειαν
-
19 Αἰγιάλειαν
-
20 αιγιαλείαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αἰγιαλείᾳ — Αἰγιαλείᾱͅ , Αἰγιάλεια fem dat sg (attic doric aeolic) Αἰγιαλείᾱͅ , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλείᾳ — αἰγιαλείᾱͅ , αἰγιάλειος frequenting the shore fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιάλεια — fem nom/voc sg Αἰγιάλειος frequenting the shore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιγιαλεία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά του Άργους Αδράστου και της Αμφιθέας, σύζυγος του ήρωα του Τρωικού πολέμου Διομήδη. Αρχικά ήταν πιστή σύζυγος, όταν όμως σε κάποια μάχη ο Διομήδης τραυμάτισε την Αφροδίτη, η θεά, για να τον εκδικηθεί,… … Dictionary of Greek
Αιγιαλεία — η περιοχή της Αχαΐας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰγιάλεια — αἰγιάλειος frequenting the shore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλείας — Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλεια fem acc pl Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλεια fem gen sg (attic doric aeolic) Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc pl Αἰγιαλείᾱς , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλείας — αἰγιαλείᾱς , αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc pl αἰγιαλείᾱς , αἰγιάλειος frequenting the shore fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλείαν — Αἰγιαλείᾱν , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλείαν — αἰγιαλείᾱν , αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιαλείης — Αἰγιάλεια fem gen sg (epic ionic) Αἰγιάλειος frequenting the shore fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)