-
1 Αιγιαλείαν
-
2 Αἰγιαλείαν
-
3 Αιγιάλειαν
-
4 Αἰγιάλειαν
-
5 αιγιαλείαν
-
6 αἰγιαλείαν
См. также в других словарях:
Αἰγιαλείαν — Αἰγιαλείᾱν , Αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιαλείαν — αἰγιαλείᾱν , αἰγιάλειος frequenting the shore fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγιάλειαν — Αἰγιάλεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)