Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αχυρα

См. также в других словарях:

  • Αχυρά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 88 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεδεώνος …   Dictionary of Greek

  • ἄχυρα — ἄχυρον chaff neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… …   Dictionary of Greek

  • στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… …   Dictionary of Greek

  • περιπτίσσω — Α 1. αφαιρώ τον φλοιό γύρω γύρω, ξεφλουδίζω 2. (ειδικά) αλωνίζω και καθαρίζω σιτηρά από τα άχυρα 3. (η μτχ. αρσ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) oἱ περιεπτισμένοι μτφ. αστοί απαλλαγμένοι από ξένα στοιχεία, αμιγείς αστοί («ἀλλ ἐσμὲν αὐτοὶ νῡν γε… …   Dictionary of Greek

  • στιβαδοποιούμαι — έομαι, Α κατασκευάζω για τον εαυτό μου στρώμα από άχυρα και φύλλα, στρώνω άχυρα και φύλλα για να κοιμηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιβάς, άδος + ποιοῦμαι (< ποιός*)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κορίνθου — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου ιδρύθηκε το 1976, από την Κορίνθια Αλκμήνη Γαρταγάνη Πετροπούλου. Άρχισε να λειτουργεί το 1988, σε ένα νεόδμητο ιδιόκτητο κτίριο, το οποίο χτίστηκε με βάση τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ακαδημαϊκού Σόλωνα …   Dictionary of Greek

  • πτιλονορυγχίδες — Πτηνά που ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και σε μερικά γειτονικά τους αρχιπελάγη και αποτελούν μία οικογένεια της τάξης των στρουθιόμορφων. Οι π. –που περιλαμβάνουν περίπου 17 είδη– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προπάντων για τη… …   Dictionary of Greek

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • Achira, Greece — Achira or Akhira, also Ahira, Achyra, Ahyra and Akhyra ( el. Αχυρά) is a village (settlement) in the Medeon municipality, Aetolia Acarnania, Greece. Its population as of the 2001 census was 88. [ [http://www.statistics.gr/gr tables/S1101 SAP 1 TB …   Wikipedia

  • плева — ПЛЕВ|А (15), Ы с. 1.Тонкая оболочка, перепонка: мозгъ же ѹбо иноразлично ѥсть… и разнозрачно. и слоѥвато. тонкою плѣвою обложено. Пал 1406, 46б. 2. Чаще мн. Солома, мякина; шелуха: искра мѹдивъши. въ плѣвахъ въземлѥть пламы. (ἐν ἀχύροις) СбТр… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»