-
1 αφορισμός
-
2 ἀφορισμός
-
3 αφορισμος
-
4 αφορισμός
αφορισμός οотлучение от церкви -
5 αφορισμός
ο1) отлучение от церкви; 2) изречение, афоризм -
6 ἀφορισμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-3-0-0=3 Ez 20,31.40; 48,8the separate (or special) offering, that which is set apart; see ἀφόρισμα -
7 ἀφορισμός
ἀφορ-ισμός, ὁ,A delimitation, assignment of boundaries, SIG 827F7;γῆς PFreib.11.7
(iv A. D.);θέσεως Simp. in Ph.626.20
.II separation, distinction, Thphr.CP3.14.2;ἀπὸ τοῦ λαοῦ Thd.Is.56.3
: hence, banishment, = Lat.relegatio, Lyd.Mag. 3.17 (pl.), Ost.9c (pl.).3 attainment of definiteness, Thphr.Metaph.28; distinctive character or feature, Alex.Aphr.in Top.74.14.5 fixed rule, Thphr.HP9.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφορισμός
-
8 ἀφορισμός
ἀφ-ορισμός, (1) Abgrenzung. Bestimmung. (2) ein kurzer Satz, der den Hauptbegriff einer Sache gedrängt zusammenfaßt, z. B. die Aphorismen des Hippokrates -
9 αφορισμός
aphorisme -
10 aforizm
αφορισμός -
11 aphorisme
αφορισμός -
12 αφορισμοίς
ἀφορισμόςdelimitation: masc dat pl——————ἀφορισμοῖς, ἀφορισμόςdelimitation: masc dat pl -
13 aphorismus
aphorismus, ī, m. (ἀφορισμός), ein kurzer Satz od. Lehrsatz, der den Hauptbegriff einer Sache gedrängt zusammenfaßt, der Aphorismus, Cael. Aur. acut. 3, 1, 5. Isid. 4, 10, 1.
-
14 афоризм
литер. το ρητό, η ρήση, το απόφθεγμα, ο αφορισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > афоризм
-
15 афоризм
афоризмм ὁ ἀφορισμός, τό γνωμικό. -
16 отлучение
отлучениес (от церкви) ὁ ἀφορισμός. -
17 αφορεσμός
ο см. αφορισμός -
18 αφορισμού
-
19 ἀφορισμοῦ
-
20 αφορισμοί
См. также в других словарях:
αφορισμός — αφορισμός, ο και αφορεσμός, ο 1. ακριβής και λιγόλογος ορισμός, απόφθεγμα, γνωμικό: Μερικές απόψεις του ήταν διατυπωμένες με τέτοια ακρίβεια και συντομία ώστε αποτελούσαν αφορισμούς. 2. εκκλησιαστική ποινή με την οποία αποκλείεται κάποιος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφορισμός — delimitation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφορισμός — Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών. Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές… … Dictionary of Greek
ἀφορισμοῖς — ἀφορισμός delimitation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμοί — ἀφορισμός delimitation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμοῦ — ἀφορισμός delimitation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμούς — ἀφορισμός delimitation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμῶν — ἀφορισμός delimitation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμῷ — ἀφορισμός delimitation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμόν — ἀφορισμός delimitation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek