-
1 αφορισμός
aphorisme
См. также в других словарях:
αφορισμός — αφορισμός, ο και αφορεσμός, ο 1. ακριβής και λιγόλογος ορισμός, απόφθεγμα, γνωμικό: Μερικές απόψεις του ήταν διατυπωμένες με τέτοια ακρίβεια και συντομία ώστε αποτελούσαν αφορισμούς. 2. εκκλησιαστική ποινή με την οποία αποκλείεται κάποιος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφορισμός — delimitation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφορισμός — Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών. Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές… … Dictionary of Greek
ἀφορισμοῖς — ἀφορισμός delimitation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμοί — ἀφορισμός delimitation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμοῦ — ἀφορισμός delimitation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμούς — ἀφορισμός delimitation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμῶν — ἀφορισμός delimitation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμῷ — ἀφορισμός delimitation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορισμόν — ἀφορισμός delimitation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek