-
1 αφομοιώνω
[афомионо] р. усваивать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αφομοιώνω
-
2 ассимилировать
αφομοιώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ассимилировать
-
3 осваивать
αφομοιώνω, απορροφώ, αξιοποιώ, μαθαίνω- новые земли καλλιεργώ νέα εδάφη, εκχερσώνω νέες εκτάσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > осваивать
-
4 освоить
освоить αφομοιώνω· καταχτώ (покорять)' - производство αφομοιώνω την παραγωγή \освоиться εξοικειώνομαι· \освоиться с обстановкой εξοικειώνομαι με το περιβάλλον* * *αφομοιώνω; καταχτώ ( покорять)осво́ить произво́дство — αφομοιώνω την παραγωγή
-
5 освоить
-ою, -оишьρ.σ.μ.αφομοιώνω, αξιοποιώ καλλιεργώ•освоить грамматических правил αφομοιώνω τους γραμματικούς κανόνες•
освоить новые земли καλλιεργώ νέα εδάφη.
|| καταχτώ, γνωρίζω επιστημονικά•освоить крайный север καταχτώ τον Ακρο Βορά.
|| συνηθίζω, εξοικιώνω.αφομοιώνω•освоить с философской терминологией αφομοιώνω τη φιλοσοφική ορολογία.
|| εξοικιώνομαι, συνηθίζω (για περιβάλλον κλίμα κ.τ.τ.). -
6 овладеть
ρ.σ.μ. (με οργν.).1. κυριεύω, καταλαβαίνω, παίρνω•овладеть городом κυριεύω την πόλη•
овладеть стратегической позицией καταλαβαίνω στρατηγική θέση.
2. υποτάσσω, κάνω υποχείριο. || κατευθύνω όπως θέλω. || γίνομαι κάτοχος, κύριος•овладеть имуществом γίνομαι κάτοχος περιουσίας.
3. μαθαίνω καλά, κατέχω γνωρίζω καλά•овладеть русским языком κατέχω τη ρωσική γλώσσα•
овладеть техникой и наукой καταχτώ την τεχνική και επιστήμη.
4. καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι, με πιάνει•им -ло беспокойство τον κυρίευσε ανησυχία•
отчаяние им -ло απελπισία τον έπιασε.
5. αφομοιώνω•овладеть зниния-ми αφομοιώνω γνώσεις.
εκφρ.овладеть собой – κυριαρχώ του εαυτού μου, αυτό επιβάλλομαι, συγκρατιέμαι. -
7 усвоить
-ою, -оишь ρ.σ.μ.1. συνηθίζω,κάνω συνήθεια μου• αποκτώ•усвоить плохую привычку αποκτώ κακή συνήθεια.
|| παίρνω.2. αφομοιώνω, κάνω κτήμα μου•усвоить все четыре арифметических действий αφομοιώνω και τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.
3. παλ. βοηθώ να αφομοιώσει.4. χωνεύω•усвоить пищу χωνεύω την τροφή.
-
8 впитывание
η απορρόφηση, η αφομοίωση-ть απορροφώ, αφομοιώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > впитывание
-
9 перерабатывать
1. (подвергать обработке) μεταποιώ, επεξεργάζομαι 2. (преобразовывать в результате каких-л. процессов, делать пригодным для усвоения) αφομοιώνω 3. (переделывать, подвергая дополнительной обработке, изменять) διορθώνω, αλλάζω, επεξεργάζομαι αλλάζοντας 4. (работать дольше положенного времени) κάνω υπερωρίες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перерабатывать
-
10 удобрение
1. (действие) η λίπανση 2. (ве-щество) το λίπασμαвносить - λιπαίνω, ρίχνω λίπασμαминеральное - ορυκτό/φυσικό -промышленное - βιομηχανικό -, сложное - σύνθετο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удобрение
-
11 усваивать
1. (делать привычным для себя что-л.) αποκτώ(осваивать воспринимать) αφομοιώνω, κάνω κτήμα μου2. (пе-реваривать, перерабатывать) χωνεύω, συγχωνεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усваивать
-
12 фиксировать
1. (отмечать, записывать, регистрировать) σημειώνω, εγγράφω 2. (уста-навливать, определять) καθορίζω, προσδιορίζω 3. (закреплять что-л. в определённом положении) στερεώνω 4 (сосредоточивать, устремлять) συγκεντρώνω, προσηλώνω 5. (усваивать) биол. αφομοιώνω 6. (фото) στερεώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фиксировать
-
13 ассимилировать
ассимилироватьсов и несов в разн. знач. ἀφομοιω, ἀφομοιώνω. -
14 воспринимать
восприниматьнесов, воспринять сов δέχομαι/ ἐννοῶ (понимать)/ αίσθάνομαι (чувствовать)/ ἐκλαμβάνω, ἐρμηνεύω (истолковывать)/ ἀφομοιώνω (усваивать). -
15 впитывать
впитыватьнесов1. ἀπορροφώ·2. перен ποτίζομαι, ἀφομοιώνω. -
16 осваивать
осваиватьнесов ἀφομοιῶ, κατακτώ:\осваивать новые земли ἐκχερσώνω νέες ἐκτάσεις· \осваивать производство ἀφομοιώνω τήν παραγωγή. -
17 усваивать
усваиватьнесов1. συνηθίζω, ἐξοικειώνομαι:\усваивать навыки συνηθίζω· \усваивать привычку ἀποκτώ τή συνήθεια·2. (запомнить) μελετώ, ἀφομοιώνω, μαθαίνω:\усваивать уро́к μαθαίνω τό μάθημα·3. (пищу и т. п.) χωνεύω. -
18 ассимилировать
-
19 верх
-а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -и α.1. κορυφή•-и снежных гор οι κορυφές τών χιονισμένων βουνών•
-и деревьев οι κορυφές των δέντρων•
забраться на самый верх σκαρφαλώνω ως την κορυφή.
2. επιστέγασμα οχήματος•поднять верх во время дождя σηκώνω την τέντα όταν βρέχει.
3. πρόσοψη, φάτσα, η όρθα (υφάσματος).4. ο άνω ρους του ποταμού.5. πλθ. -и μτφ. οι κορυφές, οι καθοδηγητές•совещание в -ах σύσκεψη κορυφών.
6. επίρ. υπεράνω, άνω, πάνω, υπέρ•верх совершенства παραπάνω από τέλειο.
7. πλθ. -и οι ψηλές μουσικές νότες ή φωνές.8. με μερικά ρ. μαζί προσδίδεισ’ αυτά υπέρτερη σημασία•одержать верх υπερνικώ, υπερτερώ.
9. πλθ. -и το επιφανειακό, το εξωτερικό μέρος•усвоить лишь -и αφομοιώνω επιπόλαια, επιφανειακά.
εκφρ.брать (взять) верх – υπερέχω, υπερτερώ•быть на -у блаженства – είμαι υπερευτυχής•под верх – για ιππασία, της καβάλας•лошадь под верх – άλογο της καβάλας. -
20 воспринять
-иму, -имешь, παρλθ. χρ. -й-нял -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспринятый, βρ: -нят, -а, -о, ρ.σ.μ.1. δέχομαι, υποδέχομαι•воспринять тепло υποδέχομαι θερμά.
2. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, νογώ, αφομοιώνω.αφομοιώνομαι, γίνομαι καταληπτός, νοητός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αφομοιώνω — αφομοιώνω, αφομοίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφομοιώνω — (AM ἀφομοιῶ, όω) κάνω κάτι ή κάποιον όμοιο με τον εαυτό μου νεοελλ. 1. (ως οργανισμός) απορροφώ, κάνω αφομοίωση 2. (για γνώσεις, μαθήματα κ.λπ.) κατανοώ απόλυτα αρχ. 1. καθιστώ ή κάνω κάτι όμοιο με άλλο 2. συγκρίνω, παραβάλλω 3. απεικονίζω,… … Dictionary of Greek
αφομοιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι όμοιο με άλλο, εξομοιώνω: Ο οργανισμός αφομοιώνει ένα μέρος από τις τροφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
προεισοικίζομαι — Α 1. εισάγω στην οικία προηγουμένως («Ἰακὼβ τὴν Λείαν προεισοικισάμενο», Κύριλλ.) 2. αφομοιώνω κάτι («ἅς [ἀρετὰς] ἀναγκαῑον μὲν προεισοικίσασθαι καὶ ἐν στέρνοις ἔχειν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσοικίζω «εισάγω ως κάτοικο, εξοικειώνω»] … Dictionary of Greek
συνεκπέσσω — και αττ. τ. συνεκπέττω Α 1. χωνεύω κάτι εντελώς 2. συντελώ στην πλήρη πέψη 3. βοηθώ στην ωρίμανση 4. (σχετικά με κρασί) καθιστώ κατάλληλο για πόση («συνεκπέττειν τὸν οἶνον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπέσσω «χωνεύω, αφομοιώνω»] … Dictionary of Greek