Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αυτό

  • 41 ничто

    ничего, ничему, ничем, ни о чём, αντων. αρνητ.
    τίποτε, ουδέν, μηδέν, κανέν•

    это ничто не значет αυτό δε σημαίνει τίποτε,δεν έχει καμιά σημασία•

    это ничему не мешает αυτό δε μποδίζει σε τίποτε•

    это ничем ни кончилось αυτό δεν κατέληξε σε τίποτε•

    ни о чём не думать μη σκέφτεσαι για τίποτε•

    он ничем недоволен αυτός δεν ευχαριστιέται με τίποτε.

    εκφρ.
    ничего не бывалоπαλ. βλ. ничуть (не бывало)•
    ничего не поделаешь ή не попишешь – δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς•
    из ничего делать – φτιάχνω από (με) το τίποτε•
    превратиться (обратить(ся) в ничего – γίνομαι στάχτη, καταστρέφομαι τελείως, εξάφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ничто

  • 42 оттого

    επίρ.
    γι αυτό (το λόγο), γι αυτή την αιτία, απ αυτό επειδή, γιατί•

    он болен, оттого он не пришёл αυτός είναι άρρωστος, γι αυτό δεν ήρθε•

    он не пришёл оттого, что он болен αυτός δεν ήρθε, γιατί είναι άρρωστος•

    не ем оттого, что не хочу δεν τρώγω, γιατί δε θέλω.

    Большой русско-греческий словарь > оттого

  • 43 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 44 сей

    сего, οργν. сим, προθτ. о сём α., сия, сей θ., сие, сего, οργν. сим, προθτ. о сём ουδ., πλθ. сии, сих αντωνυμία δειχτική•
    αυτός, -ή, -ό• (ε)τούτος, -η, -ο•

    перед сим πριν απ αυτό, προηγούμενα•

    до сего времени ή до сих пор ως τώρα•

    при см случае ή при сей оказии σ αυτή την περίπτωση, περίσταση•

    за сим μετά απ αυτό•

    прилагаю при см копию его письма επισυνάπτω μαζί και αντίγραφο της επιστολής του•

    прилагаемое при см письмо η συνημμένη επιστολή•

    под сим камнем лежит тело покойного κάτω απ αυτήν την ταφόπετρα κείται, το σώμα του μακαρίτη•

    сей от сих до сих απ εδώ ως εδώ (για ανάγνωση ή αντιγραφή κειμένου)•

    быть по сему ας είναι έτσι•

    сию минуту, секунду αυτό το λεπτό, το δευτερόλεπτο (πάραυτα, αμέσως).

    Большой русско-греческий словарь > сей

  • 45 только

    1. επίρ, μόνο, μονάχα• όλο-όλο•

    у меня только два рубля έχω μόνο δυο ρούβλια•

    он может это делать μόνο αυτός μπορεί να το φτιάξει.

    2. σύνδ. όμως, αλλά•

    я согласен, только не сейчас είμαι σύμφωνος, όμως όχι τώρα.

    || μόλις, πριν λίγο, τώρα δα•

    только раздался звонок τώρα δα (μόλις) χτύπησε το κουδούνι.

    3. μόριο• λίγο, λιγάκι•

    подумайте -! σκεφτήτε λίγο!•

    попробуй это сделать! δοκίμασε λίγο να το κάνεις! || μόριο επιτακτικό• και•

    каких только книг он не читал και τι βιβλία αυτός δε διάβασε•

    где только он не бывал! και πουαυτός δεν πήγε!•

    от куда только это бертся? Και από που αυτό εδώ;

    εκφρ.
    только и – μόνο, μονάχα (και τίποτε άλλο)•
    только и всего; и только – αυτό όλο-κι όλο, αυτό και μόνο•
    только что – τώραμόλις, τώρα δα•
    только что не... – α) σχεδόν όχι, μόνο που δεν... β) παρ ολίγο να μη, μόνο που.

    Большой русско-греческий словарь > только

  • 46 то-то

    μόριο
    1. αυτό είναι το βασικό, το σοβαρό, η ουσία• το ουσιώδες• ακριβώς. || επιτακτικό μόριο• πρόσεξε, κοίταξε, έχε το νου σου•

    то-то помни βάλ το καλά στο νου σου (μην το ξεχάσεις).

    2. (εκφράζει ικανοποίηση, συμφωνία ή υπακοή)• ναι, μάλιστα (ως απάντηση).
    3. να γιατί• γι αυτό.
    4. (εκφράζει κάτι το ανώτερο)• να τι• να ποιο.
    εκφρ.
    (вот) то-то и оно; (вот) то-то и есть – (να) αυτό είναι ακριβώς, πραγματικά, ουσιαστικά.

    Большой русско-греческий словарь > то-то

  • 47 узнать

    узнаю, узнаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. узнанный, βρ: узнан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    я -ал об этом от брата έμαθα γι αυτό από τον αδερφό μου•

    я -ал е тайну έμαθα το μυστικό της•

    узнать новость μαθαίνω το νέο•

    поздно -ла мать о ранении сына αργά πληροφορήθηκε η μάνα τον τραυματισμού του γιου της•

    узнать правду μαθαίνω την αλήθεια•

    от кого вы это -ли? από ποιόν το μάθατε αυτό;

    2. γνωρίζω•

    узнать е характер γνωρίζω το χαρακτήρα της•

    узнать друг друга γνωρίζομε ο ένας τον άλλον (το χαρακτήρα, το ποιόν).

    3. δοκιμάζω, υφίσταμαι, περνώ•

    он -ал нищету αυτός δοκίμασε τη φτώχεια.

    || (ως απειλή)• βλέπω•

    -ешь θα μάθεις, θα δεις•

    -ет θα μάθει, θα δει.

    4. αναγνωρίζω•

    евриклия узнала одиссея от его шрама на ноге η Ευρίκλεια γνώρισε τον Οδυσσέα από την ουλή στο πόδι. -свою вешь (ανα)γνωρίζω το πράγμα μου.

    μαθαίνομαι, πληροφορούμαι; γίνομαι γνωστός•

    узнать это скоро -лось αυτό γρήγορα μαθεύτηκε.

    Большой русско-греческий словарь > узнать

  • 48 чей

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чей этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чей

  • 49 чья

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чья этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чья

  • 50 чьё

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чьё этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чьё

  • 51 разряд

    1. (группировка объектов) η κατηγορία, η ομάδα 2. эл. η εκκένωση, η εκφόρτιση (του ηλεκτρισμού)
    атмосферные - ы οι ατμοσφαιρικές παρεμβολές, τα αιμοσφαιρικά παράσιτα
    самостягивающийся - αυτο-συστελλόμενη - (κάτω από την επίδραση του μαγνητικού πεδίου)
    3. (вчт., мат) το (δυαδικό) ψηφίο 4. (степень) о βαθμός, το είδος, η κατηγορία, η τάξη 5. (электронный) η ηλεκτρονική εκκένωση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разряд

  • 52 ваш

    ваш (ваша, ваше, ваши ) (δικός) σας это \ваша книга? δικό σας είναι αυτό το βιβλίο; \ваша мать η μητέρα σας \ваш отец о πατέρας σας \ваши до машние οι δικοί σας где \ваши чемоданы? πού είναι οι βα λίτσες σας;
    * * *
    (ваша, ваше, ваши)

    э́то ваша кни́га? — κό σας είναι αυτό το βιβλίο

    ваш оте́ц — ο πατέρας σας

    ваши дома́шние — οι δικοί σας

    где ваши чемода́ны? — που είναι οι βαλίτσες σας

    Русско-греческий словарь > ваш

  • 53 вопрос

    вопрос м 1) η ερώτηση разрешите задать \вопрос επιτρέψτε μου (να κάνω) μια ερώτηση отвечать на \вопрос απαντώ στην ερώτηση 2) (дело. проблема) το ζήτημα, το πρόβλημα серьёзный \вопрос το σοβαρό πρόβλημα' \вопрос не в этом δεν πρόκειται γι' αυτό ◇ это ещё \вопрос δεν είναι ακόμη γνωστό
    * * *
    м
    1) η ερώτηση

    разреши́те зада́ть вопро́с — επιτρέψτε μου (να κάνω) μια ερώτηση

    отвеча́ть на вопро́с — απαντώ στην ερώτηση

    2) (дело, проблема) το ζήτημα, το πρόβλημα

    серьёзный вопро́с — το σοβαρό πρόβλημα

    вопро́с не в э́том — δεν πρόκειται γι; αυτό

    ••

    э́то ещё вопро́с — δεν είναι ακόμη γνωστό

    Русско-греческий словарь > вопрос

  • 54 вслед

    вслед κατόπιν, ύστερα από идти \вслед за кем-л. Ακολουθώ κάποιον ◇\вслед за тем σε συνέχεια, ύστερα απ'αυτό
    * * *
    κατόπιν, ύστερα από

    идти́ вслед за кем-л. — ακολουθώ κάποιον

    ••

    вслед за тем — σε συνέχεια, ύστερα απ'αυτό

    Русско-греческий словарь > вслед

  • 55 вы

    вы (вас, вам, вами, о вас ) εσείς вы готовы? είστε έτοι μοι; вы там будете? θα είστε εκεί; это сделали мы, а не вы το κάναμε εμείς, όχι σεις* у вас есть (нет ) έχετε (δεν έχετε) для вас για σας' это вам? είναι για σας; это при надлежит вам αυτό σας ανή κει я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω он вами доволен είναι ευχαριστημένος μαζί σας; он нам расскажет о вас θα μας μιλήσει για σας
    * * *
    (вас, вам, вами, о вас)

    вы гото́вы? — είστε έτοιμοι

    вы там бу́дете? — θα είστε εκεί

    э́то сде́лали мы, а не вы — το κάναμε εμείς, όχι σεις

    э́то вам? — είναι για σας

    э́то принадлежи́т вам — αυτό σας ανήκει

    он ва́ми доволе́н — είναι ευχαριστημένος μαζί σας

    он нам расска́жет — о вас θα μας μιλήσει για σας

    Русско-греческий словарь > вы

  • 56 годиться

    годиться χρησιμεύω, αξίζω (быть годным) ταιριάζω (подходить) ◇ это никуда не \годитьсяся ( αυτό) δεν κάνει
    * * *
    χρησιμεύω, αξίζω ( быть годным); ταιριάζω ( подходить)
    ••

    э́то никуда́ не годи́тся — (αυτό) δεν κάνει

    Русско-греческий словарь > годиться

  • 57 для

    для για, δια всё \для победы όλα για τη νίκη это \для меня αυτό είναι για μένα; \для того, чтобы... για να...
    * * *
    για, δια

    всё для побе́ды — όλα για τη νίκη

    э́то для меня́ — αυτό είναι για μένα

    для того́, что́бы... — για να…

    Русско-греческий словарь > для

  • 58 должен

    должен предик. 1) (обязан) είμαι υποχρεωμένος να... я\должен это сделать αυτό πρέπει να το κάνω я вам \должен сказать πρέπει να σας πω 2) (деньги и т. п.): он мне \должен μου χρωστά
    * * *
    предик.
    1) ( обязан) είμαι υποχρεωμένος να…

    я до́лжен э́то сде́лать — αυτό πρέπει να το κάνω

    я вам до́лжен сказа́ть — πρέπει να σας πω

    2) (деньги и т.п.)

    он мне до́лжен— μου χρωστά

    Русско-греческий словарь > должен

  • 59 ещё

    ещё в разн. знач. ακόμα, ακόμη \ещё раз άλλη μια φορά мы \ещё успеем... έχουμε καιρό ακόμη... я \ещё не готов δεν είμαι ακόμα έτοιμος \ещё нет όχι ακόμα \ещё вчера ακόμα και χτες дайте мне \ещё δώστε μου ακόμη ◇ \ещё бы! βέβαια!., αυτό έλειπε!
    * * *
    в разн. знач.
    ακόμα, ακόμη

    мы ещё успе́ем... — έχουμε καιρό ακόμη…

    я ещё не гото́в — δεν είμαι ακόμα έτοιμος

    ещё вчера́ — ακόμα και χτες

    да́йте мне ещё — δώστε μου ακόμη

    ••

    ещё бы! — βέβαια!, αυτό έλειπε!

    Русско-греческий словарь > ещё

  • 60 заинтересовать

    заинтересовать, заинтересовывать ενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ (или προκαλώ) την προσοχή это меня заинтересовало αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου
    * * *
    = заинтересовывать
    ενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ ( или προκαλώ) την προσοχή

    э́то меня́ заинтересова́ло — αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου

    Русско-греческий словарь > заинтересовать

См. также в других словарях:

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… …   Dictionary of Greek

  • καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»