Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αυτό

  • 121 оставить

    оставить
    сов, оставлять несов
    1. ἀφήνω:
    \оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·
    2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:
    \оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·
    3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:
    \оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·
    4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:
    \оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα!

    Русско-новогреческий словарь > оставить

  • 122 отношение

    отношени||е
    с
    1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):
    бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·
    2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:
    не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·
    3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:
    производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·
    4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·
    5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > отношение

  • 123 подходить

    подход||и́ть
    несов
    1. (приближаться) πλησιάζω, προσέρχομαι, ἐρχομαι:
    \подходить κ окну́ πλησιάζω στό παράθυρο·
    2. (наступать \подходить о времени и т. ἡ.) ἐρχομαι, πλησιάζω:
    подходит время πλησιάζει ὁ καιρός·
    3. перен (относиться) πλησιάζω, ἀπευθύνομαι, ἀντιμετωπίζω, ἐξετάζω:
    \подходить критически к чему́-л. ἐξετάζω κριτικά· уметь \подходить к людям ξαίρω πῶς νά πλησιάζω τους ἀνθρώπους·
    4. (годиться, соответствовать) κάνω (άμετ.), ταιριάζω:
    этот ключ не подходит к замку́ τό κλειδί αὐτό δέν ταιριάζει στήν κλειδαριά· это ему́ не подходит αὐτό δέν τοῦ κάνει, δέν τοῦ ταιριάζει· ◊ \подходить к концу́ κοντεύω νά τελειώσω.

    Русско-новогреческий словарь > подходить

  • 124 после

    после
    1. нареч ὕστερα, ἀργότερα:
    э́то можно сделать \после αὐτό μπορεί νά γίνει ὑστερα·
    2. предлог с род. ή. μετά, κατόπιν:
    \после ужина μετά τό δείπνο· \после чего́ ὕστερα ἀπ· αὐτό, καί ὕστερα, καί μετά· \после того́ как... ὑστερα ἀπό...

    Русско-новогреческий словарь > после

  • 125 потому

    потому
    1. нареч διότι, γιατί, γι ' αὐτό, ἀκριβώς γι· αὐτό:
    мне некогда, \потому-то я и не могу́ прийти δέν ἔχω καιρό καί ἀκριβώς γι ' ἀετό δέν μπορώ νά ἐλθω· 2.:
    \потому что союз διότι, ἐπειδή, γιατί.

    Русско-новогреческий словарь > потому

  • 126 правда

    правд||а
    ж
    1. ἡ ἀλήθεια:
    су́щая \правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· говорить кому́-л. \правдау в глаза́ λέω τήν ἀλήθεια κατάμουτρα· в этом нет ни доли \правдаы σ' αὐτό δέν ὑπάρχει οὔτε Ιχνος ἀληθείας·
    2. предик безл εἶναι ἀλήθεια:
    это \правда εἶναι ἀλήθεια, τοῦτο είνε ἀληθές· это совершенная \правда αὐτό εἶναι ἀληθέστατο· \правда, что он уезжает? εἶναι ἀλήθεια δτι φεύγει;·
    3. вводн. сл. εἶναι ἀλήθεια.., ἡ ἀλήθεια εἶναι...· ◊ твоя \правда· ἔχεις δίκιο· по \правдае говоря γιά νά πούμε τήν ἀλήθεια· всеми \правдаами и неправдами χρησιμοποιώντας θεμιτά κι ἀθέμιτα μέσα

    Русско-новогреческий словарь > правда

  • 127 представлять

    представлять
    несов
    1. (предъявлять) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω:
    \представлять документы δείχνω τά χαρτιά, δείχνω τά ἔγγραφά \представлять доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις·
    2. (знакомить) συστήνω, συσταίνω, συνιστώ, παρουσιάζω·
    3. (к награде, к ордену) προτείνω, ὑποβάλλω ὑποψηφιότητα κάποιου·
    4. (воображать) φαντάζομαι, διανοούμαι, ἀναπαριστώ νοερά:
    вы не можете себе представить... δέν μπορείτε νά φαντασθείτε...· представь себе φαντάσου·
    5. (изображать) παριστάνω, παρουσιάζω:
    \представлять кого́-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον
    6. театр. παριστάνω, παίζω·
    7. (причинять, доставлять) παρουσιάζω, προκαλώ:
    это не представляет тру́дно-сти αὐτό γίνεται εὔκολα, αὐτό δέν εἶναι δύσκολο·
    8. (быть, являться чем-л.):
    \представлять большую ценность ἔχω μεγάλη ἀξία· что он представляет собою? τί είδους ἄνθρωπος εἶναι;· он ничего́ собою не представляет αὐτός δέν εἶναι τίποτε·
    9. (быть представителем) εἶμαι ἀντιπρόσωπος, ἀντιπροσωπεύω, ἐκπροσωπώ:
    \представлять чьи-л. интересы ἀντιπροσωπεύω τά συμφέροντα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > представлять

  • 128 про

    про
    предлог с вин. п. γιά, περί:
    она мие про вас рассказывала αὐτή μοῦ μιλοῦσε γιά σᾶς· я слышал про это ἔχω ἀκούσει γι ' αὐτό· ◊ читать про себя διαβάζω ἀπό μέσα μου· про запас γιά ἐφεδρεία, γιά ρεζέρβα· ни за что ни про что разг χωρίς κανένα λόγο, στά καλά καθούμενα· это не про вас писано разг αὐτό δέν εἶναι γιά σας.

    Русско-новогреческий словарь > про

См. также в других словарях:

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… …   Dictionary of Greek

  • καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»