-
21 άπαντο(ν)
το ирон. всё, что он смог сочинить;αυτό είναι το άπαντο(ν) της επιτυχίας του — это его единственное достижение
-
22 άπαντο(ν)
το ирон. всё, что он смог сочинить;αυτό είναι το άπαντο(ν) της επιτυχίας του — это его единственное достижение
-
23 δύναμη
[-ις (-εως)] η1) е разя. знач сила;παληκαρήσια δύναμη — богатырская сила;
παραγωγικές ( — или κινητήριες) δύνάμεις — производительные (движущие) силы;
ηθική δύναμη — сила духа;
δύναμη θελήσεως — сила воли;
δύναμη πυρός — огневая мощь;
φυσικές δύνάμεις — силы природы;
η δύναμη της βαρύτητας физ. — сила тяжести;
δύναμη της έλξεως — а) физ. сила притяжения; — б) сила тяги;
δύναμη ίππων — лошадиная сила;
δύνάμεις της ειρήνης — силы мира;
δύναμη κόμματος — сила партии;
πλήρης δύνάμεων — полный сил;
αποκτώ δύναμη — приобретать влияние;
βχω (τήν) δύναμη — быть в силах, мочь;
δεν έχω την δύναμη να... — у меня не хватает силы, чтобы...; — я не в силах...;
αυτό είναι πάνω από τίς -
24 ειδικότητα
[-ης (-ητος)] η1) специальность, квалификация;τελειοποίηση στην ειδικότητα ( — или της ειδικότητος) — повышение ква- лификации;
αυτό είναι έξω τής ειδικότητός μου — это не по моей специальности;
αποκτώ ειδικότητα — специализироваться;
2) специалист, знаток;είμαι ειδικότητα σε... — быть специалистом в..., по...;
έχω ειδικότητα σε... — я специалист по...
-
25 ενδεικτικός
η, ό[ν] показательный, показывающий, указывающий на...; служащий признаком, означающий;αυτό είναι πολύ ενδεικτικό — это очень показательно;
σημεία ενδεικτικά βελτιώσεως — наглядные признаки улучшения;
§ ενδεικτική έγκλισις — грам, изъявительное наклонение
-
26 εξαντλημένες
η, ο[ν]1) исчерпанный, иссякший;τό βιβλίο αυτό είναι εξαντλημένεςο — эта книга уже распродана;
2) истощённый, изнурённый;εξαντλημένες οργανισμός — истощённый организм
-
27 εξωφρενών
επίрр.1) вне себя;γίνομαι εξωφρενών — выходить из себя;
2) безрассудно, безумно, бессмысленно, нелепо, абсурдно;αυτό είναι εξωφρενών — это просто абсурд
-
28 επουσιώδης
ης, ες второстепенный, несущественный; незначительный;επουσιώδες ζήτημα — второстепенный вопрос;
αυτό είναι επουσιώδες — это несущественно;
επουσιώδη λάθη — несущественные ошибки
-
29 θέμα
τό1) тема; предмет (обсуждения); вопрос, проблема;επίκαιρο θέμα — злободневная, актуальная тема;
με θέμα — или επί τού θέματος... — на тему...;
δεν υπάρχει θέμα — вопрос ясен, нечего тут обсуждать;
αυτό είναι άλλο θέμα — это другой вопрос;
2) экзаменационный вопрос, экзаменационная тема; экзамен;απερρίφθη εις το λατινικόν θέμα — он провалился на экзамене по латыни;
3) муз. тема, мотив;4) грам, основа;(αρχικόν) θέμα — корень;
5) ист. фема -
30 λεπτομερειακές
η, ό[ν]1) детальный, подробный; 2) второстепенный, несущественный;αυτό είναι ζήτημα λεπτομερειακέςό — это несущественный вопрос
-
31 λογαριασμός
ο1) счёт; подсчёт, вычисление; 2) калькуляция;κρατώ (τό) λογαριασμόςό — вести бухгалтерские книги;
κάνω λογαριασμόςό — а) подсчитать; — б) подать счёт;
3) финансовый отчёт;4) фин. торг, счёт;ανοικτός λογαριασμός — открытый счёт;
βιβλίο γιά λογαριασμόςούς — бухг, расчётная книжка;
τρεχούμενος λογαριασμός — текущий счёт;
σύμφωνα με το λογαριασμόςό — по счёту;
5) перен. расчёт, намерение;όλοι μου οι λογαριασμόςοί ανετράπησαν — все мой расчёты лопнули;
§ δίνω λογαριασμόςό — давать отчёт, отчитываться;
έχω λογαριασμόςούς μ'αύτόν — у мена с ним свои счёты;
μπαίνω σε λογαριασμόςό — входить в колею;
χάνο τον λογαριασμόςό — а) запутываться в расчётах; — б) быть в замешательстве, выходить из колей;
αυτό είναι δικός μου λογαριασμός — это моё дело;
δεν βρίσκω λογαριασμόςό — я запутался;
δεν έρχομαι σε λογαριασμόςό — быть несговорчивым;
κανονίζω τούς λογαριασμόςούς — сводить счёты;
παίρνω σε λογαριασμόςό μου — принимать на свой счёт;
γιά λογαριασμόςό μου — а) на мой счёт, за мой счёт; — б) за меня;
(ανα)γράφω στο λογαριασμόςό του — записать на его счёт;
εξοφλώ λογαριασμόςό — заплатить по счёту, рассчитаться;
ο καθένας γιά λογαριασμόςό του — каждый на свой страх и
риск;οι καλοί λογαριασμόςοί κάνουν τούς καλούς φίλους — посл, счёт дружбы не портит;
κάνει το λογαριασμόςό (του) χωρίς τον ξενοδόχο — погов, а) рассчитать без хозяина; — г без меня меня женили; — б) просчитаться, недооценить трудностей
-
32 μποσικάδα
η1) расслабленность; отсутствие устойчивости, надёжности; 2) несерьёзность, непродуманность, легкомысленность;αυτό είναι μποσικάδα — это несерьёзно (о поступке, высказывании)
-
33 μύγα
μύγ||α η1) муха; 2) овод; слепень;τα 'πιάσε η μύγα τα ζά — овод замучил животных;
§ χάφτω μύγες — или βαράω μύγες — а) ловить мух, бездельничать; — б) ротозейничать, считать ворон;
βγάζει κι' από τη μύγα ξύγκι — он и из мухи сала натопит;
αυτό είναι σαν τη μύγ μεσ' στο γάλα — а) это подходит (тебе, ему, ей) как корове седло; — б) это сразу видно, это бросается в глаза;
κόλλησε σαν τη μύγα στο μέλι — он прилепился, как муха к мёду, пристал как банный лист;
σα μύγα σε βλέπω — ты для меня ничто, червяк
-
34 νοητός
η, ό[ν] 1.1) понятный, постижимый; мыслимый;αυτό είναι νοητό — это понятно;
2) мат. воображаемый;νοητή γραμμή — воображаемая линия
-
35 παθητικό(ν)
τό1) фин. пассив; дефицит; 2) перен. минус, недостаток;αυτό είναι στο παθητικό(ν) του — это его минус;
έχει πολλά στο παθητικό(ν) του — у него много минусов
-
36 παθητικό(ν)
τό1) фин. пассив; дефицит; 2) перен. минус, недостаток;αυτό είναι στο παθητικό(ν) του — это его минус;
έχει πολλά στο παθητικό(ν) του — у него много минусов
-
37 παν
(γεν. παντός) τό1) мир, вселённая; 2) всё;έχει το παν — у него есть всё;
3) основное, главное, суть;αυτό είναι το παν — это основное; — в этом суть
-
38 παράγραφος
η, ό1) параграф; 2) абзац;§ αυτό είναι άλλος παράγραφος — это другое дело
-
39 πρόσβαρος
η, ο 1. имеющий добавочный вес; перевешивающий;αυτό είναι σωστό και πρόσβαρο — это (вес) с походом;
2. (τό) довесок -
40 σχήματα
См. также в других словарях:
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek