Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εξοφλώ

  • 1 εξοφλώ

    (ε) 1. μετ.
    1) погасить, оплатить;

    εξοφλώ τα χρέη μου — оплатить долги;

    2) выполнять, исполнять (обещание, требование и т. п.);
    2. αμετ. 1) прям., перен. расплатиться, рассчитаться, расквитаться; εξώφλησα με τα χρέη μου я расплатился с долгами;

    εξοφλώ τούς λογαριασμούς μου με κάποιον — расквитаться, свести счёты с кем-л.;

    2) распроститься, покончить (с чём-л.); порвать (с кем-л.);
    εξώφλησα με την ποίηση (πολιτική) я покончил с поэзией (политикой); εξώφλησα μαζί της я с ней порвал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξοφλώ

  • 2 εξοφλώ

    [эксофло] ρ уплачивать, пагашать долг.

    Эллино-русский словарь > εξοφλώ

  • 3 λογαριασμός

    ο
    1) счёт; подсчёт, вычисление; 2) калькуляция;

    κρατώ (τό) λογαριασμόςό — вести бухгалтерские книги;

    κάνω λογαριασμόςό — а) подсчитать; — б) подать счёт;

    3) финансовый отчёт;
    4) фин. торг, счёт;

    ανοικτός λογαριασμός — открытый счёт;

    βιβλίο γιά λογαριασμόςούς — бухг, расчётная книжка;

    τρεχούμενος λογαριασμός — текущий счёт;

    σύμφωνα με το λογαριασμόςό — по счёту;

    5) перен. расчёт, намерение;

    όλοι μου οι λογαριασμόςοί ανετράπησαν — все мой расчёты лопнули;

    § δίνω λογαριασμόςό — давать отчёт, отчитываться;

    έχω λογαριασμόςούς μ'αύτόν — у мена с ним свои счёты;

    μπαίνω σε λογαριασμόςό — входить в колею;

    χάνο τον λογαριασμόςό — а) запутываться в расчётах; — б) быть в замешательстве, выходить из колей;

    αυτό είναι δικός μου λογαριασμός — это моё дело;

    δεν βρίσκω λογαριασμόςό — я запутался;

    δεν έρχομαι σε λογαριασμόςό — быть несговорчивым;

    κανονίζω τούς λογαριασμόςούς — сводить счёты;

    παίρνω σε λογαριασμόςό μου — принимать на свой счёт;

    γιά λογαριασμόςό μου — а) на мой счёт, за мой счёт; — б) за меня;

    (ανα)γράφω στο λογαριασμόςό του — записать на его счёт;

    εξοφλώ λογαριασμόςό — заплатить по счёту, рассчитаться;

    ο καθένας γιά λογαριασμόςό του — каждый на свой страх и

    риск;

    οι καλοί λογαριασμόςοί κάνουν τούς καλούς φίλους — посл, счёт дружбы не портит;

    κάνει το λογαριασμόςό (του) χωρίς τον ξενοδόχο — погов, а) рассчитать без хозяина; — г без меня меня женили; — б) просчитаться, недооценить трудностей

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λογαριασμός

  • 4 χρέος

    τό
    1) долг (денежный); задолженность;

    δημόσια χρέος — государственный долг;

    κάνω χρέη — делать долги;

    μπαίνω στα χρέη — влезать в долги;

    εξοφλώ ( — или βγάζω) τα χρέη μου — гасить, уплачивать долги;

    είμαι πνιγμένος στα χρέη — запутаться в долгах; — быть по уши в долгих;

    2) долг, обязанность;

    έχω χρέος να... — я должен (что-л, сделать);

    κάνω το χρέος μου — исполнять свой долг;

    θεωρώ χρέος μου — считать своим долгом;

    3) πλ. обязанности;

    υπηρεσιακά χρέη — служебные обязанности;

    εκτελώ χρέη δημάρχου — исполнить обязанности мэра;

    αναλαμβάνω τα χρέη μου — приступать к своим обязанностям;

    § χρέος τιμής — долг чести (в карточной игре, погашаемый в течение 24-х часов);

    τό κοινό χρέος — смерть;

    χρέος μου — не за что (ответ на благодарность);

    όποιος αγαπά τα χρέη, έχει σύντροφο το ψέμα — посл, кто долги любит, тот с ложью дружит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρέος

  • 5 χρεωλυτικώς

    επίρρ.:

    εξοφλώ χρεωλυτικώς фин.амортизировать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρεωλυτικώς

См. также в других словарях:

  • εξοφλώ — εξοφλώ, εξόφλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξοφλώ — και ξοφλώ, άω και έω (Μ ἐξοφλῶ, έω) 1. πληρώνω χρέος, αποδίδω ποσό που οφείλω σε κάποιον («εξοφλώ τα χρέη μου», «να εξοφλήσετε τον λογαριασμό») 2. ανταποδίδω υπηρεσία, εξυπηρέτηση κ.λπ. 3. αποφυλακίζω, απελευθερώνω νεοελλ. 1. διακόπτω τις… …   Dictionary of Greek

  • εξοφλίζω — εξοφλώ, πληρώνω χρέος …   Dictionary of Greek

  • κιτάρω — εξοφλώ με ανταπόδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. quitter] …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλώ — έω, Ν 1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη τής προθεσμίας 2. ενεργώ προεξόφληση τίτλων 3. εισπράττω μη δεδουλευμένο μισθό ή σύνταξη, προτού το δικαίωμα γίνει απαιτητό 4. εκφράζω άποψη για κάτι χωρίς να γνωρίζω την έκβασή του, προδικάζω την εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

  • προσαποπληρώ — όω, ΜΑ μσν. εξοφλώ μια ακόμη χρηματική οφειλή αρχ. γεμίζω εντελώς κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποπληρῶ «εξοφλώ οφειλή, γεμίζω εντελώς»] …   Dictionary of Greek

  • χρεωλυτώ — και χρεολυτῶ, έω, Α 1. εξοφλώ χρέος 2. φρ. «χρεωλυτῶ τὸν μισθόν» εξοφλώ οφειλόμενους μισθούς (Ιώσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος */χρέως + λυτῶ (< λύτης < λύω), πρβλ. κοιλιο λυτῶ] …   Dictionary of Greek

  • ανεξόφλητος — η, ο αυτός που δεν εξοφλήθηκε, απλήρωτος ή αυτός που δεν ανταποδόθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στη γενική συνέλευση μετόχων ελληνικής ατμοπλοίας] …   Dictionary of Greek

  • απεργάζομαι — (AM ἀπεργάζομαι, Μ κ. ἀπεργάζω) Ι. νεοελλ. μηχανεύομαι, προετοιμάζω κάτι κακό αρχ. μσν. καθιστώ αρχ. 1. αποτελειώνω κάτι 2. ζωγραφίζω με λεπτομέρειες 3. αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας 4. προξενώ, δημιουργώ 5. μετατρέπω κάτι σε κάτι άλλο 6. εξοφλώ… …   Dictionary of Greek

  • απευτακτώ — ἀπευτακτῶ ( έω) (Α) [ευτακτώ] πληρώνω, εξοφλώ τακτικά, στον ορισμένο χρόνο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»