-
41 στάχυς
Aστάχυες IG12.280.78
,22.1424a333, etc.; [dialect] Ep. dat.σταχύεσσιν Il.23.598
; acc. , OGI56.68 (Canopus, iii B.C.), but , etc:— ear of corn, in pl., Il.l.c., Hes.Op. 473, Ev.Matt.12.1, etc.; τοὺς ὑπερέχοντας τῶν ς. Arist.Pol. 1284a30: in sg., A.Supp. 761, Fr.304.7, S.Fr. 395, and freq in E., Hec. 593, al.: metaph.,σ. ἄτης A.Pers. 821
; ἐκ καλάμης.. στάχυες, of Bacchylides' poems, AP4.1.34 (Mel.):—of the Theban Σπαρτοί, E.Ph. 939, HF5, Ba. 264; of the crop reaped by Cleon in capturing the Spartans at Sphacteria, Ar.Eq. 393; βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον ς. E.Fr.757.6.2 generally, scion, progeny,σ. ἄρσην Id.Fr.360.22
, cf. Lyc.214; δισσὸν Βορέον ς. Orph.A. 218;τέκνων Man.6.304
;Ἰνδῶν Nonn.D.18.267
; Ἑλλάδος ἀμώων ἄγαμον ς. AP9.362.25.3 name of the chief star in the constellation Virgo, Spica Virginis, Arat.97, Ptol.Alm.7.5: in pl., Man. 2.134.IV νάρδου στάχυς,= ναρδόσταχυς, Gp.7.13.1; ὁ τῆς νάρδου ς. Gal.6.267.V surgical bandage, 'spica' bandage, Heliod. ap. Orib.48.46 tit., Gal.18(1).814. -
42 στρατηλάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατηλάτης
-
43 συνεργάτης
A fellow-workman, helpmate, πεμφθεὶς.. σοὶ ξ. S.Ph.93; σκότος ξ. E.Hipp. 417: c. gen. rei, an accomplice or assistant in, ; fem., [suff] συνεργ-άτις .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεργάτης
-
44 συνθεατής
A fellow-spectator, Pl.R. 523a, La. 179e: fem. [suff] συνθε-άτρια, Ar.Fr. 472: but, fellow-actress, Procop.Arc.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθεατής
-
45 συνθηρατής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθηρατής
-
46 τροχηλάτης
2 τ. ἵππος, = currilis equus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχηλάτης
-
47 φυρατής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυρατής
-
48 χερμάτης
A slinger, D.H.20. <*>Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερμάτης
-
49 ἀάω
ἀάω, [dialect] Ep. Verb (twice in Trag., v. infr.), used by Hom. in [tense] aor. [voice] Act. ἄᾰσα ( ᾱᾱσαν Od.10.68, later ᾰᾱσε prob. in Matro Conv.29) [var] contr. ἆσα, [voice] Med. ἀᾰσάμην (ἀᾱσατο,A v.l. ἀάσσατο, Il.9.537) [var] contr. ἀσάμην, [voice] Pass. ἀάσθην: [tense] pres. only in [ per.] 3sg. [voice] Med.ἀᾶται Il.19.91
:—hurt, damage, always in reference to the mind, mislead, infatuate, of the effects of wine, sleep, divine judgements, etc., ;ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ.. οἶνος 11.61
;φρένας ἄασε οἴνῳ 21.297
; of love, θαλερὴ δέ μιν ἄασε Κύπρις Epic. ap.Parth.21.2; inf. ; part. :—[voice] Med.,Ἄτη ἣ πάντας ἀᾶται Il.19.91
:—[voice] Pass.,Ἄτης, ᾗ πρῶτον ἀάσθην Il. 19.136
, cf. Hes.Op. 283, h.Cer. 258.II Intr. in [tense] aor. [voice] Med., to be infatuated, act foolishly,ἀασάμην Il.9.116
, etc.; ἀάσατο δὲ μέγα θυμῷ ib. 537, 11.340; , Aristarch., v.l. Ζῆν' ἄσατο (sc. Ἄτη), cf. Sch.Ven. ad loc.;εἴ τί περ ἀασάμην A.R.1.1333
;ἀασάμην.. ἄτην 2.623
. (ἀϝάω, cf. ἀτάω.) -
50 ἀκροατής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροατής
-
51 ἄβυσσος
ἄβυσσος, ον,A bottomless, unfathomed,πηγαί Hdt.2.28
;ἄτης ἄβυσσον πέλαγος A.Supp. 470
; ; : generally, unfathomable, boundless, ; ;φρένα Δίαν καθορᾶν, ὄψιν ἄβυσσον A.Supp. 1058
.IIἡ ἄ.
the great deep, Ge.1.2, etc.: the abyss, underworld, Ev. Luc.8.31, Ep.Rom.10.7, Apoc.9.1, etc.; the infinite void, PMag.Par. 1.1120, cf. PMag.Lond.121.261.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄβυσσος
-
52 ἄλυπος
ἄλῡπ-ος, ον,A without pain, freq. in Trag. (not A.), E.IA 163, etc.: c. gen., ἄ. γήρως without pains of age, S.OC 1519;ἄ. ἄτης El. 1002
; ; ;τὸ ἄ. Pl.R. 585a
: [comp] Comp. - ότερος ib. 581e: [comp] Sup. . Adv. ἀλύπως, ζῆν, διατελεῖν live free from pain and sorrow, Id.Prt. 358b, Phlb. 43d, cf. Men.549;ἀποθανεῖν Id.14
: [comp] Sup.ἀλυπότατα Lys.24.10
.II [voice] Act., causing no pain or grief, Hp.Art.39 ([comp] Sup.), Pl.Plt. 272a, etc.;ἄ. οἶνος
harmless,Hermipp.
82.5, cf. E.Ba. 423; ἄ. ἄνθος ἀνίας setting free from the pain of sorrow of wine, S.Fr. 172; ἀλυπότατος κλιντήρ, of a hospice, Epigr.Gr. 450 ([place name] Batanaea); σωλῆνες -ότατοι μετὰ ἁλῶν cause least pain, i.e. are least indigestible, Xenocr.57, cf. Mnesith. ap. Ath.3.92c;πεσσὸς -ότατος Aët.16.36
. Adv.ἀλύπως, τοῖς ἄλλοις ζῆν live without offence to others, Isoc.12.5. -
53 ἐκπορθέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπορθέω
-
54 ἐμπλέκω
Aἐμπέπλεχα Hp. Oss. 17
,ἐμπέπλεκα Call.Iamb.1.352
, v.l. in Hp.l.c.: [tense] fut. [voice] Pass.ἐμπλᾰκήσομαι LXXPr.28.18
:— plait or weave in, entwine, χεῖρα ἐ. entwine one's hand in another's clothes, so as to hold him, E.Or. 262; εἰς ἀρκυστάταν μηχανὰν ἐμπλέκειν παῖδα ib. 1421 (lyr.); τῇ καλλίστῃ τέχνῃ τοὔνομα ἐ. connect the name with.., Pl.Phdr. 244c; ;ἐ. τὴν ἡδονὴν εἰς τὴν εὐδαιμονίαν Arist.EN 1153b15
; ποίῃ ἐνιπλέξω σε (sc. ἀοιδῇ); Call.Del.29;ἐ. τινὰ εἰς φιλίαν τινός Plb.27.7.11
:—[voice] Pass., to be entangled in a thing, ;ἡνίαισιν ἐμπλακείς E.Hipp. 1236
;ἐν δεσμοῖσιν ἐμπεπλεγμένη Ar.Th. 1032
; : metaph., to be involved, ἐν πόνοις, ἐν κακοῖς ἐμπλακῆναι, Pl.Lg. 814e, Isoc.8.112;εἰς ἀσχολίας βαθυτέρας τῶν ἐγκυκλίων Epicur.Ep.1p.35U.
;εἰς τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν Plb.1.17.3
; form a connexion with,ἔθνει Id.24.6.1
;γυναικὶ ἐμπλακείς D.S. 19.2
; εἴς τινα Vett. Val.118.4; of troops, to be incorporated with hoplites, Ascl. Tact.6.1; but also having had a scuffle with..,PTeb.
39.17 (ii B.C.).2 metaph., weave by subtle art,ἐ. αἰνίγματα A.Pr. 610
;ἐ. πλοκάς E.IA 936
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπλέκω
-
55 ἐξανθέω
A put out flowers,γῆ ἐξανθοῦσα X.Cyn.5.5
; bloom, of flowers, Thphr.HP4.7.2; of the growth of hair,ἐ. ἡ τῆς ἥβης τρίχωσις Arist.GA 728b27
: c. acc. cogn., ἐ. ποικίλα put forth varied flowers, Luc.Pisc.6; ἐ. φλόγα, σφῆκας, Plu.Alex.35, Cleom.9;μέλι Alciphr.3.23
.2 metaph., burst forth from the surface, like an efflorescence, ὡς αἱματηρὸν πέλαγος (v.l. πέλανον)ἐξανθεῖν ἁλός E. IT 300
; bursting into flower, breaking out,A.
Pers. 821;ἐκ ταύτης τῆς ὑπολήψεως ἐξήνθησεν ἡ δόξα Arist.Metaph. 1010a10
;κακίαι Plu.Thes.6
.3 of ulcers, etc., break out, Hp. de Arte9;ἐ. λεύκη Arist.Col. 797b15
;ὡς φλυκταίνας -ῆσαι IG4.955.25
(Epid.); also of the skin, τὸ ἔξωθεν σῶμα.. φλυκταίναις καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός breaking out with boils and ulcers, Th.2.49, cf. Luc.D Mort.20.4;τὸ ἔδαφος σκόλοψι ἐξηνθήκει Luc.VH2.30
; alsoπλῆθος μυῶν ἐξανθῆσαν Str.13.1.48
.II to be past its bloom, lose its bloom, of colour, Plu.2.287d; of wine, ib.692c; ἐξηνθηκυῖα ἐλαία, i.e. when the flower has dropped and the fruit is forming, Dsc.3.125.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανθέω
-
56 ἐξαπαλλάσσω
A set free from, remove from,τινὰ κακῶν E.IA 1004
; (sc. ἑαυτόν)ταλαίνης ζόης Id.Hec. 1108
:—[voice] Pass., get rid of, escape from,κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Hdt.5.4
; ; τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῆναι escape from his own words, Th.4.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαπαλλάσσω
-
57 ἐξεργάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξεργάτης
-
58 ἐπακροατής
A hearer, listener, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπακροατής
-
59 ἔκβασις
A way out of, esp. out of the sea, Od.5.410 ;κατὰ τὴν ἔκβασιν τὴν εἰς τὰ..ὄρη X.An.4.3.20
, cf. 4.1.20 ; περὶ τὰς ἐκβάσεις about the landing-places, Plb.3.14.6.2 going out of, esp. out of a ship, di embarkation,ἔ. στρατοῦ A.Supp. 771
, cf. A.R.2.1049, Plb.4.64.5: metaph., ἄτης ἔ. escape from.., E.Med. 279, cf. Plu. Pyrrh.23.3 = μετάβασις, Arist Cael.268b3.4 end of a person's life, LXX Wi.2.17 : generally, termination, completion,ἐλαιουργίας PFay.91.21
(i A.D.) ; accomplishment,τῶν ἔργων Ruf.Anat.
I.5 deviation, declension, departure,παρὰ [τοῦ ἀγαθοῦ] Plot.1.8.7
, cf. 3.7.6.II issue, event, Men.696, Arr.Epict.2.7.9 (pl.) ; fulfilment of divination, Zeno Stoic.1.44, Chrysipp.ib.2.342.V digression, Serv. ad Virg. G.2.209.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκβασις
-
60 ἰχνηλάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχνηλάτης
См. также в других словарях:
Άτης — Προσωνυμία του Διονύσου. Αναφέρεται στη διανοητική σύγχυση που προκαλεί η οινοποσία και η οποία μπορεί να παρασύρει τους μέθυσους σε αλόγιστες πράξεις. Κατά τη μυθολογία, η Ά. –παραφροσύνη θεϊκής προέλευσης– συσκότισε τον νου του πανέμορφου… … Dictionary of Greek
Ἄτης — Ἄτη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτης — ἄ̱της , ἄτη bewilderment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημεράδες — και μεσημεριάτες, οι δαιμονικά όντα που πιστεύεται ότι εμφανίζονται το μεσημέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα άδες (πρβλ. αδερφ άδες, συννυφ άδες). Ο τ. μεσημεριάτες < μεσημέρι + κατάλ. άτης (πρβλ. εργ άτης, χωρι άτης)] … Dictionary of Greek
Τεγεάτης — Επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της Τεγέας. Ήταν γιος του Λυκάονα και σύζυγος της κόρης του Άτλαντα Μαίρας. Ως γιοι του αναφέρονται οι Σκέφρος, Χειμών, Κύδων, Aρχήδιος και Γόρτυς. Άγαλμά του υπήρχε στην αγορά της Τεγέας. * * * (I) ο, ΝΑ, θηλ.… … Dictionary of Greek
χερμάτης — ὁ, Α χερμαστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμ άς + επίθημα ᾱτης / ήτης (πρβλ. πρῷρ άτης)] … Dictionary of Greek
χωριάτης — ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν κάτοικος χωριού, χωρικός νεοελλ. 1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος 2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ αφήνει» δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
Υπερτελεάτας — α, ὁ, Α προσωνυμία τού Απόλλωνος στην Κοτύρτα τής Λακωνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τέλος + κατάλ. άτης (βλ. και λ. της)] … Dictionary of Greek
αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… … Dictionary of Greek
εισβαίνω — εἰσβαίνω (AM) εισέρχομαι μσν. περνώ, διαβαίνω αρχ. 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο 2. (για εμπορεύματα) εισάγομαι από ξένη χώρα 3. με προεξοχή μου προσαρμόζομαι κάπου 4. φρ. «τοιαῡτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά», «εἰσέβην ἄτης ἄβυσσον πέλαγος» σε τέτοιες … Dictionary of Greek