-
101 διαδίκασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδίκασμα
-
102 διασκεύασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκεύασμα
-
103 διαύγασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαύγασμα
-
104 διαχάλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαχάλασμα
-
105 δόξασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δόξασμα
-
106 δυσχέρασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσχέρασμα
-
107 εἰσάφασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσάφασμα
-
108 εἴκασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἴκασμα
-
109 εὔασμα
-
110 θήλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θήλασμα
-
111 θυσίασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσίασμα
-
112 κατασκέπασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκέπασμα
-
113 κατασκεύασμα
A that which is prepared or made, work of art, τὰ Κορίνθια κ. Hippoloch. ap. Ath.4.128d, cf. Plb.4.18.8, Aristeas 52, J.BJ7.5.5, Arr.Epict.2.19.26; surgical apparatus, Orib.49.24.2; esp. building, structure, D.23.207, SIG330.39 (pl., Ilium, iv B.C.), Plb.10.27.9, D.H.3.27, D.S.1.50; οἰκητήριον κ. Cleanth.Stoic.1.132; θεωρητὸν κ., of the world, Secund.Sent.1: in pl., engines of war, Plb.1.48.5; furniture, (Ilium, iv B.C.).II arrangement, contrivance, D.23.13;τὸ κ. τῶν συσσιτίων Arist.Pol. 1271a33
; τὰ [ τυραννικὰ] κ. ib. 1319b27;σοφιστοῦ Phld.Rh.1.183
S.; ἐκ κατασκευάσματος, Lat. ex composito, D.C.52.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκεύασμα
-
114 καταστέγασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστέγασμα
-
115 καταύγασμα
A radiance, PMag.Par.1.1130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταύγασμα
-
116 κατέργασμα
A work, achievement, Aq.Ps.45(46).9, Pr.8.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατέργασμα
-
117 κάχλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάχλασμα
-
118 κοίλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοίλασμα
-
119 κόλασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόλασμα
-
120 κόμπασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόμπασμα
См. также в других словарях:
ἄσμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… … Dictionary of Greek
άσμα — το, ατος 1. τραγούδι. 2. υποδιαίρεση μεγάλου επικού ποιήματος: Η «Κόλαση» του Ντάντε αποτελείται από πολλά άσματα. 3. κελάδημα· «κύκνειο άσμα», το τελευταίο (όπως πιστεύεται) τραγούδι του κύκνου που πεθαίνει, και μτφ. το τελευταίο, λίγο πριν από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ᾆσμα — ἄεισμα neut nom/voc/acc sg ᾆσμα song neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άσμα Ασμάτων — Ποιητικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ο τίτλος σημαίνει το καλύτερο από όλα τα άσματα. Για τον συγγραφέα και τον χρόνο συγγραφής του βιβλίου υπάρχει αντιγνωμία. Η αρχαία ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση θέλουν συγγραφέα τον Σολομώντα (10ος αι. π … Dictionary of Greek
Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας μαχομένων Γραικών — Πατριωτικό θούριο του Αδαμάντιου Κοραή, που εκδόθηκε ανώνυμα «εν τη κατ’ Αίγυπτον ελληνική τυπογραφίαΑΩ». Το Ά. εκδόθηκε στην πραγματικότητα στο Παρίσι το 1800 και αποτελείται από 9 στροφές, η καθεμία από 16 οκτασύλλαβους στίχους. Το ελληνικό… … Dictionary of Greek
Άσμα της Αντιόχειας — (Chanson d’ Antioche). Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα 9.000 αλεξανδρινών στίχων με θέμα την A’ Σταυροφορία και την κατάληψη της Αντιόχειας (1098). Ποιητής του είναι o Γκρεντόρ ντε Νουαΐ, φαίνεται όμως ότι είναι διασκευή από παλαιότερο ποίημα του… … Dictionary of Greek
Άσμα του Ρολάνδου — Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα. Βλ. λ. έπος … Dictionary of Greek
Κύκνειον ἆσμα. — См. Лебединая песня … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ξίπ(π)ασμα — το (εσφ. γρφ.) βλ. ξύπασμα … Dictionary of Greek
λύσσ(ι)ασμα — το, ατος 1. το να προσβληθεί κανείς από λύσσα: Του έκαναν ένεση για λύσσιασμα. 2. σφοδρή επιθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)