См. также в других словарях:
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
κύκνειος — α, ο(ν) (Α κύκνειος, α, ον, θηλ. και ος και κυκνῑτις, ίτιδος) [κύκνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ) νεοελλ. φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» το τελευταίο έργο … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek
επιθαλάμιο — το (AM ἐπιθαλάμιος, ον) μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθαλάμιο(ν) το νυφικό τραγούδι που τραγουδούνταν ομαδικά έξω από το νυφικό δωμάτιο μετά τη γαμήλια τελετή αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νυφικό θάλαμο, ο γαμήλιος 2. (το αρσ. ή … Dictionary of Greek
επιμύλιος — ἐπιμύλιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μυλόπετρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμύλιον η πάνω μυλόπετρα 3. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα) τραγούδι που … Dictionary of Greek
ηδυμελής — ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια) αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.) μσν. αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά. επίρρ... ηδυμελώς με γλυκύτητα,… … Dictionary of Greek
μορέσκα — η παλαιός λαϊκός ενόπλιος χορός συνοδευόμενος από μουσική και άσμα, ρυθμική και χορευτική ξιφασκία, που ως ένα είδος χορευτικού ιντερμέτζο παρεμβαλλόταν ανάμεσα στις πράξεις τών έργων τού κρητικού θεάτρου, προέρχεται από την Ισπανία, είναι… … Dictionary of Greek
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek