-
1 nağme
άσμα, τραγούδι, μελωδία -
2 песнь
песн||ьж1. лит. ἡ ραψωδία, τό ἀσμα, τό μέρος Επους·2. уст. см. песня· ◊ \песнь \песньей ἀσμα ἀσμάτων. -
3 песня
песн||яж τό τραγοῦδι, τό ἀσμα:народные \песняи τά λαϊκά τραγούδια· ◊ лебединая \песня τό κύκνειον ἀσμα· старая \песня τό παληό τροπάριο· повторять старую \песняю λεγω τό παληό τροπάριο· это долгая \песня εἶναι μεγάλη ἰστορία. -
4 песня
-и, γεν. πλθ. -сен, δοτ. -сням θ.1. τραγούδι, άσμα•народные песни λαϊκά τραγούδια•
застолная песня το τραγούδι της τάβλας ή βακχικό τραγούδι.
2. μικρό ποίημα, τραγούδι. || παλ. ποίηση, ποιητική δημιουργία (ή έργο).3. μουσικό ενόργανο άσμα•без слов τραγούδι χωρίς λόγια.
εκφρ.старая (стара) песня – παλαιό τραγούδι ή παραμύθι (πασίγνωστο, πάγκοινο)•тянуть (петь) одну и ту же -ю – επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τά ίδια•песня спета – βλ. στη λ. песенка. -
5 песнь
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > песнь
-
6 песня
1. муз. το τραγούδι 2. литер. το άσμα, το τραγούδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > песня
-
7 лебединый
лебеди́н||ыйприл κύκνειος· ◊ \лебединыйая песнь τό κύκνειον ἀσμα. -
8 народный
народн||ыйприл λαϊκός, ἐθνικός:\народныйое хозяйство ἡ λαϊκή οἰκονομία· \народныйое достояние ἡ ἐθνική περιουσία, τό κτήμα τοῦ λαού· \народныйая власть ἡ λαϊκή ἐξουσία· \народный фронт τό λαϊκό μέτωπο· страны \народныйой демократии οἱ χώρες τής λαϊκής δημοκρατίας' \народныйая песня τό λαϊκό τραγούδι, τό δημώδες ἄσμα· \народный учитель ὁ δημοδι-δάσκαλος· \народный артист ὁ λαϊκός καλλιτέχνης· \народный суд см. нарсуд. -
9 swan song
(the last work or performance of eg a poet, musician etc before his death or retirement.) κύκνειο άσμα -
10 застольный
επ.του τραπεζιού, της τάβλας•-ая песня τραγούδι της τάβλας•
-ая речь πρόποση• προσφώνηση•
-ая беседа συνομιλία κατά το γεύμα.
-ая ουσ. θ.τραγούδι της τάβλας, βακχικό άσμα. -
11 лебединый
επ.1. κύκνειος, του κύκνου•-ая стая κοπάδι κύκνων•
-ые перья φτερά κύκνου.
2. μτφ. σαν του κύκνου• κάτασπρος, κατάλευκος, χιονόλευκος•-ая грудь κάτασπρο στήθος•
-ая поступь κύκνειο βάδισμα.
εκφρ.- ая песня – κύκνειο άσμα. -
12 лежание
-я ου δ. ξάπλίϋμα, πλάγι άσμα, ανάκλιση, κατάκλιση. -
13 пение
-я ουδ.1. τραγούδισμα.2. τραγούδι, άσμα• ωδή.3. κελάηδημα.4. ωδική•преподаватель -я μουσικοδιδάσκαλος ωδικής•
-
14 песнь
-и θ.1. παλ. βλ. песня.2. (φιλγ.) ραψωδία• κεφάλαιο.εκφρ.песнь песней – άσμα ασμάτων (έργο μεγάλης σημασίας ή δημιουργικότητας). -
15 припев
-а α.επωδός, ρεφρέν. || παλ. άσμα, τραγούδι. -
16 свежевание
-я ουδ.εκδορά, γδάρσιμο• ξε-κο ίλ ι άσμα. -
17 славильный
επ.εγκωμιαστικός (για άσμα). -
18 хорал
-а α.το χορικό (εκκλησιαστικό άσμα). -
19 церковный
επ.εκκλησιαστικός• θρησκευτικός•-ые книги εκκλησιαστικά βιβλία•
церковный суд ιεροδικείο, ιεροδικαστήριο•
-ая музыка εκκλησιαστική μουσική•
-ое пение εκκλησιαστικό άσμα• ψαλμός•
-ые земли εκκλησιαστική γη (γεωκτησία)•
-ые ворота η πύλη της εκκλησίας•
церковный староста εκκλησιαστικός επίτροπος.
εκφρ.беден как -ая мышь ή крыса – θεόφτωχος. -
20 чересполосность
-и θ.τεμαχισμός, κομμάτι άσμα των χωραφιών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄσμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… … Dictionary of Greek
άσμα — το, ατος 1. τραγούδι. 2. υποδιαίρεση μεγάλου επικού ποιήματος: Η «Κόλαση» του Ντάντε αποτελείται από πολλά άσματα. 3. κελάδημα· «κύκνειο άσμα», το τελευταίο (όπως πιστεύεται) τραγούδι του κύκνου που πεθαίνει, και μτφ. το τελευταίο, λίγο πριν από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ᾆσμα — ἄεισμα neut nom/voc/acc sg ᾆσμα song neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άσμα Ασμάτων — Ποιητικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ο τίτλος σημαίνει το καλύτερο από όλα τα άσματα. Για τον συγγραφέα και τον χρόνο συγγραφής του βιβλίου υπάρχει αντιγνωμία. Η αρχαία ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση θέλουν συγγραφέα τον Σολομώντα (10ος αι. π … Dictionary of Greek
Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας μαχομένων Γραικών — Πατριωτικό θούριο του Αδαμάντιου Κοραή, που εκδόθηκε ανώνυμα «εν τη κατ’ Αίγυπτον ελληνική τυπογραφίαΑΩ». Το Ά. εκδόθηκε στην πραγματικότητα στο Παρίσι το 1800 και αποτελείται από 9 στροφές, η καθεμία από 16 οκτασύλλαβους στίχους. Το ελληνικό… … Dictionary of Greek
Άσμα της Αντιόχειας — (Chanson d’ Antioche). Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα 9.000 αλεξανδρινών στίχων με θέμα την A’ Σταυροφορία και την κατάληψη της Αντιόχειας (1098). Ποιητής του είναι o Γκρεντόρ ντε Νουαΐ, φαίνεται όμως ότι είναι διασκευή από παλαιότερο ποίημα του… … Dictionary of Greek
Άσμα του Ρολάνδου — Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα. Βλ. λ. έπος … Dictionary of Greek
Κύκνειον ἆσμα. — См. Лебединая песня … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ξίπ(π)ασμα — το (εσφ. γρφ.) βλ. ξύπασμα … Dictionary of Greek
λύσσ(ι)ασμα — το, ατος 1. το να προσβληθεί κανείς από λύσσα: Του έκαναν ένεση για λύσσιασμα. 2. σφοδρή επιθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)