Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποσιωπώ

  • 1 обойти

    обойти 1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω- γύρω 2) (побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι ◇ \обойти молчанием αποσιωπώ
    * * *
    1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω-γύρω
    2) ( побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι
    ••

    обойти́ молча́нием — αποσιωπώ

    Русско-греческий словарь > обойти

  • 2 замалчивать

    зама́лчива||ть
    несов (обходить молчанием) ἀποσιωπώ, παρασιωπώ.

    Русско-новогреческий словарь > замалчивать

  • 3 молчание

    молчани||е
    с ἡ σιωπή, ἡ σιγή:
    принудить кого-л. к \молчаниею ἐπιβάλλω σιγή[ν] σέ κάποιον обойти \молчаниеем παρασιωπώ, ἀποσιωπώ κάτι· нарушить \молчание λύω τήν σιωπή· хранить \молчание τηρώ σιγήν, σωπαίνω· \молчание \молчание Знак согласия погов. ἡ σιωπή σημαίνει συγκατάθεση.

    Русско-новогреческий словарь > молчание

  • 4 обходить

    обходить
    несов
    1. (вокруг чего-л.) κάνω γΰρο:
    \обходить караулом περιέρχομαι μέ τήν περίπολο, περιπολώ·
    2. (побывать в разных местах) ἐπισκέπτομαι, περιέρχομαι, φέρνω γύρο·
    3. (распространяться) διαδίδομαι, κυκλοφορώ·
    4. (огибать) παρακάμπτω, περνώ δίπλα, προσπερνώ·
    5. (избегать, уклоняться) παρακάμπτω:
    \обходить щекотливый вопрос παρακάμπτω λεπτό ζήτημα· \обходить закон παρακάμπτω τό νόμο· \обходить молчанием ἀποσιωπώ·
    6. (опережать) разг προσπερνώ κάποιον·
    7. (обманывать) разг ἐξαπατώ γελώ κάποιον ◊ \обходить противника ὑπερφαλαγγίζω τόν ἀντίπαλο.

    Русско-новогреческий словарь > обходить

  • 5 таить

    таить
    несов κρύβω, ἀποσιωπώ:
    \таить свое горе κρύβω τήν στενοχώρια μου· \таить злобу против кого́-л. κρατώ κακία κάποιου· э́то таит в себе большие возможности αὐτό μπορεί νά ἀποδώσει πολλά· ◊ нечего греха \таить разг τί νά τό κρύβουμε.

    Русско-новогреческий словарь > таить

  • 6 умалчивать

    умалчива||ть
    несов ἀποσιωπώ, παρασιωπώ.

    Русско-новогреческий словарь > умалчивать

  • 7 замазать

    ажу
    -ажешь
    ρ.σ.μ.
    1. βάφω• αλείφω• επιχρωματίζω, επιχρείω.
    2. (συγ)καλύπτω, σκεπάζω, αποσιωπώ• κρύβω•

    замазать недостатки καλύπτω τις αδυναμίες•

    замазать противоречия συγκαλύπτω τις αντιθέσεις.

    3. βουλώνω με κολλώδη ουσία•

    замазать окна στοκάρω τα παράθυρα•

    щели βουλώνω τις χαραμάδες.

    4. λερώνω, πασαλείφω.
    εκφρ.
    замазать глаза кому – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (εξαπατώ επιτήδεια)•
    замазать рот – βουλώνω το στόμα (αποστομώνω).
    λερώνομαι, πασαλείφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замазать

  • 8 замолчать

    -чу, -чишь
    ρ.σ. σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω κλπ. ρ. βλ. замолкнуть.
    ρ.σ.μ. αποσιωπώ, παρασιωπώ.

    Большой русско-греческий словарь > замолчать

  • 9 замять

    -мну, -мнешь
    ρ.σ.μ.
    1. ζουπώ, -ίζω, πατώ, θλίβω, πιέζω.
    2. σταματώ, ανακόπτω, κόβω•

    замять скандал σταματώ τον καβγά•

    замять разговор σταματώ τη συνομιλία.

    || τραΒώ την προσοχή• αποσιωπώ, σκεπάζω.
    1. συγχύζομαι, τα χάνω, ακινητώ.
    2. κομπιάζω, δεν έχω τι ναπώ, δε βρίσκω,την κατάλληλη λέξη.
    3. σταματώ, κόβομαι, αναστέλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замять

  • 10 мимо

    1. επίρ. δίπλα, πλάι, κοντά• μπροστά•

    мимо прошёл знакомый κοντά μου πέρασε ένας γνωστός•

    он прошёл мимо моего дома αυτός πέρασε. προστά από το σπίτι μου•

    я прошёл мимо вас εγώ πέρασα κοντά σας•

    стрелять мимо цели αστοχώ στη βολή, ξεφεύγω λίγο από το στόχο.

    2. παρακάμπτοντας, αποφεύγοντας.
    3. πρόθ. παρά, κατ αντίθεση, χωρίς, άνευ•

    мимо воли παρά τη θέληση.

    εκφρ.
    пройти мимо – α) περνώ απαρατήρητα, β) περνώ χωρίς να θίξω, αντιπαρέρχομαι, αποσιωπώ•
    пропустить мимо ушей – κάνω πως δεν ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > мимо

  • 11 молчание

    ουδ.
    σιγή, σιωπή, ησυχία•

    хранить молчание τηρώ σιγή•

    прервать молчание διακόπτω. τη σιωπή• молчание - знак согласия η σιγή είναι ένδειξη συγκατάθεσης•

    принудить кого-л. к -ю επιβάλλω σε κάποιον να σωπάσει.

    εκφρ.
    обойти что-л. -ем – αποσιωπώ κάτι (αφήνω άθικτο).

    Большой русско-греческий словарь > молчание

  • 12 молчать

    -чу, -чшь
    ρ.δ.
    1. σιωπώ, σωπαίνω, σιγώ, δε μιλώ•

    что ты -ишь? γιατί σωπαίνεις;•

    заставить молчать υποχρεώνω να σωπαίνει•

    он упорно -ит αυτός επίμονα σιωπά.

    || δε λειτουργώ•

    рация -ит ο ασύρματος σιγεί.

    2. αποσιωπώ, αποκρύβω.
    3. υπομένω αδιαμαρτύρητα.
    μου αρέσει να σωπαίνω, να μη μιλώ.

    Большой русско-греческий словарь > молчать

  • 13 недоговорить

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недоговоренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    δεν απολέγω, αποσιωπώ.

    Большой русско-греческий словарь > недоговорить

  • 14 недосказать

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. сказать)
    δεν απολέγω αποσιωπώ.

    Большой русско-греческий словарь > недосказать

  • 15 перемолчать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) αποσιωπώ, παραλείπω σκόπιμα, αντιπαρέρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перемолчать

  • 16 прикрыть

    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω. || κουπών ω•

    прикрыть кастрюлю крышкой κουπώνω την κατσαρόλα με το καπάκι.

    2. (στρατ.) προφυλάσσω, προστατεύω•

    прикрыть фланг καλύπτω το πλευρό•

    прикрыть отступление καλύπτω την υποχώρηση.

    3. αποκρύπτω, σκόπιμα αποσιωπώ• συγκαλύπτω. || φράζω, εμποδίζω.
    4. κλείνω λίγο, μισοκλείνω•

    прикрыть дверь μισοκλείνω την πόρτα.

    5. κλείνω, διαλύω•

    прикрыть магазин κλείνω το μαγαζί.

    1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•

    прикрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.

    2. μτφ. κρύβομαι, συγκαλύπτομαι•

    он хотел прикрыть хвастивыми словами αυτός ήθελε να καλυφτεί με καυχησιολογίες.

    3. μισοκλείνομαι.
    4. κλείνω, διαλύομαι, παύω να λειτουργώ•

    магазин -лся το μαγαζί έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > прикрыть

  • 17 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 18 умолчать

    -чу, -чишь
    ρ.σ.
    αποσιωπώ, παρασιωπώ• αντιπαρέρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > умолчать

См. также в других словарях:

  • αποσιωπώ — αποσιωπώ, αποσιώπησα βλ. πίν. 60 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποσιωπώ — (AM ἀποσιωπῶ, άω) παραλείπω κάτι, δεν το αναφέρω, αποκρύπτω αρχ. σταματώ να μιλώ, σιωπώ, τηρώ σιγή …   Dictionary of Greek

  • αποσιωπώ — ησα, ήθηκα, αποφεύγω να πω κάτι, κρύβω κάτι με τη σιωπή μου: Στο ημερολόγιό του αποσιωπά τη δράση του στη διάρκεια της εχθρικής κατοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποσιωπῶ — ἀ̱ποσιωπῶ , ἀποσιωπάω maintain silence imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποσιωπάω maintain silence pres imperat mp 2nd sg ἀποσιωπάω maintain silence pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποσιωπάω maintain silence pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκρύπτω — κ. κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. κρύβω) 1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό 2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου νεοελλ. αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό αρχ. μσν. επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του αρχ. φρ. 1. «ἀποκρύπτω …   Dictionary of Greek

  • αποσιγώ — (Α ἀποσιγῶ, άω) αποσιωπώ, δεν αναφέρω κάτι …   Dictionary of Greek

  • αποσιωπητικός — ή, ό 1. αυτός που αποσιωπά κάτι ή που χρησιμεύει για την αποσιώπηση 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τὰ ἀποσιωπητικά τρεις στιγμές (...) που τίθενται μετά από κάποια λέξη του γραπτού λόγου για να δηλώσουν την παράλειψη λέξεων ή φράσεων που εύκολα μπορούν… …   Dictionary of Greek

  • αποσκεπάζω — (Μ ἀποσκεπάζω) 1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω 2. αποκαλύπτω, φανερώνω 3. κατασκοπεύω, ανιχνεύω 4. σκεπάζω εντελώς νεοελλ. αποσιωπώ, συγκαλύπτω μσν. ( ομαι) (για μάχη) ξεσπώ, εκδηλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • διασιωπώ — διασιωπῶ ( άω) (Α) 1. παραμένω σιωπηλός 2. αποσιωπώ, αντιπαρέρχομαι κάτι σιωπηλά …   Dictionary of Greek

  • εκλείπω — (AM ἐκλείπω) 1. αφήνω τη ζωή, πεθαίνω (α. «ο εκλιπών» ο νεκρός β. «οι εκλιπόντες» οι νεκροί) 2. παύω να υπάρχω («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῑρε δι ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει») 3. (για ουράνια σώματα) παθαίνω έκλειψη μσν …   Dictionary of Greek

  • επιτέμνω — (Α ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) [τέμνω] συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῑλαι», Πλούτ.) αρχ. 1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»