-
1 γύρω
[гиро] εκίρ. кругом, вокруг,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γύρω
-
2 кругом
кругом γύρω* ολόγυρα (вокруг); обойдём \кругом πάμε γύρω γύρω* * *γύρω; ολόγυρα ( вокруг)обойдём круго́м — πάμε γύρω γύρω
-
3 вокруг
вокруг γύρω, ολόγυρα; \вокруг города γύρω στην πόλη* * *γύρω, ολόγυραвокру́г го́рода — γύρω στην πόλη
-
4 обойти
обойти 1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω- γύρω 2) (побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι ◇ \обойти молчанием αποσιωπώ* * *1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω-γύρω2) ( побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι••обойти́ молча́нием — αποσιωπώ
-
5 кругом
кругом1. нареч ὀλογυρα, γύρω, τριγύρω, πέριξ:повернуться \кругом κάνω μεταβολή· направо \кругом! воен. κλίνατε ἐπί δεξιά!·2. нареч (вокруг, со всех сторон) γύρω, ὁλόγυρα:\кругом все ти́хо γύρω εἶναι ἡσυχία·3. нареч (полностью) ὀλοτελα, ὀλοτελώς:\кругом виноват σέ ὀλα φταίω·4. предлог (вокруг чего-л.) γύρω ἀπό. -
6 обкладывать
обкладыватьнесов1. (класть вокруг, окружать) βάζω γύρω-γύρω, περιβάλλω:\обкладывать подушками βάζω γύρω-γύρω μαξιλάρια·2. (отделывать, облицовывать) ἐπιστρώνω:\обкладывать дерном σκεπάζω μέ χλόη. -
7 полоса
1. (узкая пластинка) η λωρίδα 2. (цветовая линия) η γραμμή, η λωρίδα 3. (προκ.) η ταινία, η λάμα 4. (сортового металла) η λάμα 5. полигр. η στήλη, η σελίδα 6. (зона, пояс) η ζώνηветрозащитная - η σειρά των δέντρων ή θάμνων (γύρω από τα χωράφια) για την προστασία από τους ανέμουςвзлётно-посадочная - (ΒΠΠ) см. взлётно -посадочная полоса лесозащитная - προστατευτική - του δάσουςполезащитная - η (γύρω-γύρω) σειρά δέντρων ή θάμνων για την προστασία των χωραφιών- частот боковая πλευρική - των συχνοτήτων, οι πλευρικές συχνότητεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полоса
-
8 вокруг
επίρ.γύρω, γύρω-γύρω, ολόγυρα, ολοτρόγυρα, περίγυρα, περιτρίγυρα, πέριξ.εκφρ.вокруг да около – ακροθιγώς• απ’ έξω-απ’ έξω. -
9 кругом
επίρ.1. γύρω, ολόγυρα, τριγύρω, ολοτρόγυρα.2. ολοκληρωτικά, όλως• παντού•вы кругом виноваты για όλα φταίτε εσείς•
кругом в долгих παντού (σ όλους) χρεώστης•
я кругом прав έχω σ όλα δίκαιο•
кругом обманут όλοι με απατούν.
3. πρόθ. περί, πέριξ, γύρω, ολόγυρα.- дома γύρω από το σπίτι.εκφρ.-! – μεταβολή! (παράγγελμα)•повернуться кругом – κάνω μεταβολή•налево -! – κλίνατ επ αριστερά! (παράγγελμα). -
10 за
за 1) (позади, вне ) από πίσω (или πέρα) από; για за вокзалом πίσω από το σταθμό за рекой πέρα από το ποτάμι за Москвой πέρα (или έξω) από τη Μόσχα бросить что-либо за окно πετώ κάτι από το παράθυρο; идти за кем-л. ακολουθώ κάποιον 2) (возле) σε κοντά, γύρω από сесть за сгол κάθομαι στο τραπέζι 3) (н.а расстоянии) από, σε απόσταση за десять километров до... δέκα χιλιόμετρα από..- 4) (о сроке) πριν, προ за десять дней до... δέκα μέρες πριν από... за десять дней μέσα σε δέκα μέρες 5) (о йене): за наличный расчёт τοις μετρητοίς купить билет за пять рублей αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών 6) (цель ) για послать за доктором στέλνω να φωνάξουν το γιατρό бороться за мир αγωνίζομαι για την ειρήνη 7) (направление действия): держаться за перила κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα приняться за работу αρχίζω τη δουλειά 8): уважать за храб* * *1) (позади, вне) από; πίσω ( или πέρα) από; γιαза вокза́лом — πίσω από το σταθμό
за реко́й — πέρα από το ποτάμι
за Москво́й — πέρα ( или έξω) από τη Μόσχα
бро́сить что́-либо за окно́ — πετώ κάτι από το παράθυρο
идти́ за кем-л. — ακολουθώ κάποιον
2) ( возле) σε; κοντά, γύρω από3) ( на расстоянии) από, σε απόστασηза де́сять киломе́тров до... — δέκα χιλιόμετρα από…
4) ( о сроке) πριν, προза де́сять дней до... — δέκα μέρες πριν από…
за де́сять дней — μέσα σε δέκα μέρες
5) ( о цене)за нали́чный расчёт — τοις μετρητοίς
купи́ть биле́т за пять рубле́й — αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών
6) ( цель) γιαпосла́ть за до́ктором — στέλνω να φωνάξουν το γιατρό
боро́ться за мир — αγωνίζομαι για την ειρήνη
7) ( направление действия)держа́ться за пери́ла — κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα
приня́ться за рабо́ту — αρχίζω τη δουλειά
8)уважа́ть за хра́брость — εκτιμώ για την πάλικαριά
-
11 облетать
-
12 вокруг
вокругнареч и предлог ὁλόγυρα, τριγύρω, γύρω, πέριξ:\вокруг света ὁ γύρος τοῦ κόσμου· ходить \вокруг до́ма περπατώ γύρω ἀπό τό σπίτι· ◊· ходить \вокруг да около τά στριφογυρίζω, τά κλώθω. -
13 обсадить
обсадитьсов, обсаживать несов (растительностью) φυτεύω γύρω γύρω. -
14 обставить
обставитьсов, обставлять несов1. (вокруг) περιβάλλω, περιστοιχίζω, τοποθετώ γύρω γύρω·2. (меблировать комнату и т. п.) ἐπιπλώνω·3. (организовать) προετοιμάζω, ὁργανώνω:торжественно \обставить встречу ὁργανώνω μέ ἐπισημότητα τήν ὑποδοχή·4. (обмануть) разг ἀπατῶ, ἐξαπατῶ. -
15 объедать
объедатьнесов1. τρώγω γύρω γύρω, ροκανίζω / τραγανίζω (обгладывать)·2. (кого-л.) разг τρώγω τό φαί κάποιου, τρώγω σέ βάρος ἀλλου. -
16 оплести
оплести́сов, оплетать несов1. τυλίγω, πλέκω γύρω-γύρω / ψαθώνω (соломой)·2. (обманывать) разг τυλίγω κάποιον, ἐξαπατώ. -
17 карусель
[καρουσίελ'] ουσ. Θ. γύρω-γύρω όλοι -
18 обставлять
[απσταβλγιάτ"] ρ. περιβάλλω, τοποθετώ γύρω-γύρω -
19 карусель
[καρουσίελ'] ουσ θ γύρω-γύρω όλοι -
20 обставлять
[απσταβλγιάτ"] ρ περιβάλλω, τοποθετώ γύρω-γύρω
См. также в других словарях:
γύρω — επίρρ. 1. τοπ., κυκλικά: Μαζεύτηκε κόσμος γύρω από τον πάγκο του μικροπωλητή. 2. χρον., περίπου: Να βρεθούμε γύρω στις εννιά; 3. φρ., «Φέρνω κάτι γύρω γύρω», λέω κάτι με τρόπο, απέξω απέξω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύρω — και γύρο και γύρα επίρρ. [γύρος] 1. κυκλικά, ολόγυρα 2. (χρονικά) περίπου 3. φρ. α) «έχω γύρω μου κάποιον» υποστηρίζομαι β) «τα φέρνω γύρω» τα καταφέρνω, εξοικονομώ τα προς το ζην γ) «φέρνω γύρω» περιφέρομαι … Dictionary of Greek
γυρώ — (Α γυρῶ, όω) νεοελλ. πλαταίνω το ακέφαλο άκρο καρφιού με το σφυρί αρχ. 1. κάνω κάτι στρογγυλό 2. περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυρώ < γυρός ή < γύρος] … Dictionary of Greek
γυρῷ — γῡρῷ , γυρός rounded masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρῳ — γύ̱ρῳ , γῦρος ring masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρω γύρω — και γύρα γύρα επίρρ. κυκλικά, ολόγυρα … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek