-
1 прослоняться
ρ.σ. περιφέρομαι άσκοπα ή για ένα χρον. διάστημα•прослоняться по улицам περιφέρομαι άσκοπα στους δρόμους•
прослоняться весь день περιφέρομαι άσκοπα όλη τη μέρα.
-
2 обойти
обойти 1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω- γύρω 2) (побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι ◇ \обойти молчанием αποσιωπώ* * *1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω-γύρω2) ( побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι••обойти́ молча́нием — αποσιωπώ
-
3 болтаться
болтатьсянесов1. (висеть) κρέμομαι;2. (слоняться) разг περιφέρομαι ἀσκοπα:\болтаться без дела περιφέρομαι χωρίς δουλειά. -
4 слоняться
слонятьсянесов разг περιφέρομαι, τριγυρίζω:\слоняться без дела τριγυρίζω χασο-μέρης, περιφέρομαι ἀργός. -
5 колобродить
-рожу, -родишь ρ.δ. (απλ.)1. περιφέρομαι άσκοπα, τριγυρίζω, γυρίζω σαν την άδικη κατάρα•колобродить всю ночь νυχτοκοπώ.
2. φέρνομαι αλλόκοτα, ιδιότροπα• καβγαδίζω, κάνω φασαρίες.3. μτφ. (για σκέψεις, αναμνήσεις) περιφέρομαι, πλανιέμαι. -
6 таскать
ρ.σ.μ.1. βλ. тащить.2. τραβώ, τινάζω (από τα μαλλιά, αυτιά κ.τ.τ.).3. φέρω μαζί μου•таскать письмо в кармане φέρω μαζί μου το γράμμα στη τσέπη.
εκφρ.таскать каштаны из огня – βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά (κινδυνεύω εγώ προς όφελος άλλου).1. περιφέρομαι, τριγυρίζω, -ρνώ, γυροβολώ, γυροφέρνω•таскать по городу περιφέρομαι στην πόλη•
таскать по улицам τριγυρνώ στους δρόμους.
|| περιπλανιέμαι.2. φέρω (κουβαλώ) μαζί μου.3. τραβιέμαι•таскать за женщинами τραβιέμαι (γυρίζω) με τις γυναίκες.
-
7 ходить
хожу, ходишьρ.δ.1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.
2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•
ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•
ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•
ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•
ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.
|| κινούμαι•месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.
|| μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.
3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•
ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•
ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•
ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•
ходить гулять πηγαίνω περίπατο.
|| εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.4. κινούμαι γρήγορα.5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.
6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•-ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•
поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).
7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).
8. βλ. идти (10 σημ.)•9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).10. τ ιμώμαι•квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.
|| κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.11. περιποιούμαι, φροντίζω•ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•
ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.
12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.13. φορώ, φέρω•ходить в очках φορώ γυαλιά•
ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.
14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•
ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•
ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•
ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.
15. βλ. идти (19 σημ.).16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.εκφρ.ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•ходить по делам – παλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•не ходить за словом в карман – παλ. • βλ. έκφραση στη λ. лезть•(все) под Богом -им – παλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν. -
8 бродить
бродить (ходить) περιφέ ρομαι \бродить по улицам γυρίζω στους δρόμους* * *( ходить) περιφέρομαιброди́ть по у́лицам — γυρίζω στους δρόμους
-
9 блудить
блуд||и́тьнесов1. (распутничать) ἀκολασταίνω, ἀσελγώ;2. (блуждать) обл. περιπλανώμαι, περιφέρομαι. -
10 блуждать
блужда||тьнесов περιπλανῶμαι, περιφέρομαι/ перен πλανῶμαι. -
11 бродить
бродить Iнесов (слоняться) τριγυρίζω, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι.бродить IIнесов (о вине, пиве) ζυμοῦ-μαι. -
12 вертеться
вертеть||ся1. στρέφομαι, περιστρέφομαι·2. (постоянно находиться, мешать) разг στριφογυρίζω, περιφέρομαι, κλωθογυρίζω:\вертетьсяся под ногами μπλέκομαι στά πόδια κάποιου, τριγυρίζω (или στριφογυρίζω) κοντά σέ κάποιον3. (изворачиваться) разг ξεφεύγω, ξεγλυστράω, ὑπεκφεύγω:не вертись, говори́ правду! μήν τά κλώθεις (или μήν τά μασᾶς), πές τήν ἀλήθεια!-как ни вертись, а придется тебе это сделать δσο κι ἀν ἀποφεύγεις στό τέλος θ'ἀναγκαστεΐς νά τό κάνεις· ◊ это слово вертится у меня на языке (или в голове) αὐτή ἡ λέξη στριφογυρίζει στό μυαλό μου, δέν ξεκολλάει ἀπ' τό μυαλό μου. -
13 кружить
кружитьнесов1. (кого-л.) γυρίζω (μετ.), περιστρέφω, στρέφω·2. (описывать круги) τριγυρίζω, στριφογυρίζω·3. (блуждать) περιφέρομαι, τριγυρίζω, πε-ριπλανῶμαι:\кружить по лесу περιπλανῶμαι στό δάσος· ◊ \кружить кому-л. голову ξεμυαλίζω κάποιον, γυρίζω τά μυαλά. -
14 мотаться
мотаться Iнесов αἰωρούμαι.мотаться IIнесов разг τρέχω, ἔχω τρεχάματα (бегать, утомляться)/ περιφέρομαι (или γυρίζω) ἄσκοπα (слоняться без дела). -
15 околачиваться
околачиватьсянесов разг σουλατσάρω, περιφέρομαι ἀργός. -
16 проболтаться
проболтаться Iсов разг (проговориться) μοῦ φεύγει κουβέντα.проболтаться IIсов (где-л.) разг Χασομερώ (άμετ.), περιφέρομαι ἀργόσχολος (λίγη ὠρα). -
17 скитаться
скита||тьсянесов (περι)πλανῶμαι, γυρίζω, περιφέρομαι:\скитатьсяться по белу свету разг γυρίζω τόν κόσμο. -
18 таскаться
таскать||ся(слоняться) τριγυρίζω, περιφέρομαι, γκιζερίζω:\таскатьсяся без дела по у́лицам τριγυρίζω ἄσκοπα στους δρόμους. -
19 толкать
толкатьнесов1. σπρώχνω, σκουντώ, ὠθώ·2. прям., перен (вперед) κινώ, σπρώχνω·3. (побуждать) σπρώχνω, παρακινώ, ἐξωθώ, προτρέπω:\толкать кого́-л. на преступление σπρώχνω κάποιον στό ἔγκλημα· ◊ \толкать ядро́ спорт. ρίχνω σφαίρα \толкаться1. σπρώχνομαι, συνωστίζομαι·2. (слоняться) разг περιφέρομαι ἄσκοπα, τριγυρίζω. -
20 шататься
шата́||тьсянесов1. κλονίζομαι, κουνιέμαι, τρικλίζω, σείομαι:зуб \шататьсяется τό δόντι μου κουνιέται· \шататься от усталости σέρνομαι ἀπό τήν κούραση·2. перен κλονίζομαι:семейные усто́и \шататьсяются τά θεμέλια τής οίκογένειας κλονίζονται·3. (слоняться) разг γυρίζω ἄσκοπα:\шататься без дела γυρίζω ἀργόσχολος, περιφέρομαι ἀργός· \шататься по свету περιπλανιέμαι στόν κόσμο.
См. также в других словарях:
περιφέρομαι — βλ. πίν. 218 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιφέρομαι — περιφέρω carry round pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπολεύω — περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, τριγυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πολεύω «περιφέρομαι»] … Dictionary of Greek
αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… … Dictionary of Greek
πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… … Dictionary of Greek
επικωμάζω — ἐπικωμάζω (Α) [επίκωμος] 1. περιφέρομαι στους δρόμους μαζί με άλλους κωμαστές τραγουδώντας και διασκεδάζοντας 2. ορμώ κάπου με συνοδεία άλλων κωμαστών («ὅτε δὲ τῶν νεωτέρων αἴσθοιτό τινας συνευωχουμένους ὅπου δήποτε,... παρεῑν ἐπικωμάζων», Πολ.)… … Dictionary of Greek
μυσπολώ — μυσπολῶ, έω (Α) περιφέρομαι ή συμπεριφέρομαι σαν ποντίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + πολῶ (< πόλος < πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιερα πολώ, ονειρο πολώ] … Dictionary of Greek
οιοπόλος — (I) οἰοπόλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος 2. (για πρόσ.) μοναχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακρο πόλος]. (II) οἰοπόλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ερμού) αυτός που … Dictionary of Greek
περιπολώ — περιπολῶ, έω, ΝΜΑ [περίπολος] περιφέρομαι ως φρουρός ενός τόπου ή ως ανιχνευτής σε καιρό πολέμου («οἵ τε φρουρεῑν ἐν τοῑς φρουρίοις, οἵ τε πελτάζειν καὶ περιπολεῑν τὴν χώραν», Ξεν.) μσν. ασχολούμαι με κάτι αρχ. 1. κινούμαι γύρω από κάτι,… … Dictionary of Greek
περιρ(ρ)έμβομαι — Α (αποθ.) περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («μὴ περιρέμβου ζητοῡσα θεόν»,Ζώσ.).· [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥέμβομαι «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι»] … Dictionary of Greek
ρέμπομαι — Ν 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς σκοπό, περιπλανώμαι 2. νέμομαι ή απολαμβάνω κάτι («λίγοι ρέμπονται τα καλά») 3. (στον Ερωτόκρ.) υπερηφανεύομαι («επέτετο κι ερέμπετο στην αφεντιά την τόση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ῥέμβομαι «περιφέρομαι,… … Dictionary of Greek