Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

περιφέρομαι

  • 1 прослоняться

    ρ.σ. περιφέρομαι άσκοπα ή για ένα χρον. διάστημα•

    прослоняться по улицам περιφέρομαι άσκοπα στους δρόμους•

    прослоняться весь день περιφέρομαι άσκοπα όλη τη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > прослоняться

  • 2 обойти

    обойти 1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω- γύρω 2) (побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι ◇ \обойти молчанием αποσιωπώ
    * * *
    1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω-γύρω
    2) ( побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι
    ••

    обойти́ молча́нием — αποσιωπώ

    Русско-греческий словарь > обойти

  • 3 болтаться

    болтаться
    несов
    1. (висеть) κρέμομαι;
    2. (слоняться) разг περιφέρομαι ἀσκοπα:
    \болтаться без дела περιφέρομαι χωρίς δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > болтаться

  • 4 слоняться

    слоняться
    несов разг περιφέρομαι, τριγυρίζω:
    \слоняться без дела τριγυρίζω χασο-μέρης, περιφέρομαι ἀργός.

    Русско-новогреческий словарь > слоняться

  • 5 колобродить

    -рожу, -родишь ρ.δ. (απλ.)
    1. περιφέρομαι άσκοπα, τριγυρίζω, γυρίζω σαν την άδικη κατάρα•

    колобродить всю ночь νυχτοκοπώ.

    2. φέρνομαι αλλόκοτα, ιδιότροπα• καβγαδίζω, κάνω φασαρίες.
    3. μτφ. (για σκέψεις, αναμνήσεις) περιφέρομαι, πλανιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > колобродить

  • 6 таскать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. тащить.
    2. τραβώ, τινάζω (από τα μαλλιά, αυτιά κ.τ.τ.).
    3. φέρω μαζί μου•

    таскать письмо в кармане φέρω μαζί μου το γράμμα στη τσέπη.

    εκφρ.
    таскать каштаны из огня – βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά (κινδυνεύω εγώ προς όφελος άλλου).
    1. περιφέρομαι, τριγυρίζω, -ρνώ, γυροβολώ, γυροφέρνω•

    таскать по городу περιφέρομαι στην πόλη•

    таскать по улицам τριγυρνώ στους δρόμους.

    || περιπλανιέμαι.
    2. φέρω (κουβαλώ) μαζί μου.
    3. τραβιέμαι•

    таскать за женщинами τραβιέμαι (γυρίζω) με τις γυναίκες.

    Большой русско-греческий словарь > таскать

  • 7 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

  • 8 бродить

    бродить (ходить) περιφέ ρομαι \бродить по улицам γυρίζω στους δρόμους
    * * *
    ( ходить) περιφέρομαι

    броди́ть по у́лицам — γυρίζω στους δρόμους

    Русско-греческий словарь > бродить

  • 9 блудить

    блуд||и́ть
    несов
    1. (распутничать) ἀκολασταίνω, ἀσελγώ;
    2. (блуждать) обл. περιπλανώμαι, περιφέρομαι.

    Русско-новогреческий словарь > блудить

  • 10 блуждать

    блужда||ть
    несов περιπλανῶμαι, περιφέρομαι/ перен πλανῶμαι.

    Русско-новогреческий словарь > блуждать

  • 11 бродить

    бродить I
    несов (слоняться) τριγυρίζω, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι.
    бродить II
    несов (о вине, пиве) ζυμοῦ-μαι.

    Русско-новогреческий словарь > бродить

  • 12 вертеться

    вертеть||ся
    1. στρέφομαι, περιστρέφομαι·
    2. (постоянно находиться, мешать) разг στριφογυρίζω, περιφέρομαι, κλωθογυρίζω:
    \вертетьсяся под ногами μπλέκομαι στά πόδια κάποιου, τριγυρίζω (или στριφογυρίζω) κοντά σέ κάποιον
    3. (изворачиваться) разг ξεφεύγω, ξεγλυστράω, ὑπεκφεύγω:
    не вертись, говори́ правду! μήν τά κλώθεις (или μήν τά μασᾶς), πές τήν ἀλήθεια!-как ни вертись, а придется тебе это сделать δσο κι ἀν ἀποφεύγεις στό τέλος θ'ἀναγκαστεΐς νά τό κάνεις· ◊ это слово вертится у меня на языке (или в голове) αὐτή ἡ λέξη στριφογυρίζει στό μυαλό μου, δέν ξεκολλάει ἀπ' τό μυαλό μου.

    Русско-новогреческий словарь > вертеться

  • 13 кружить

    кружить
    несов
    1. (кого-л.) γυρίζω (μετ.), περιστρέφω, στρέφω·
    2. (описывать круги) τριγυρίζω, στριφογυρίζω·
    3. (блуждать) περιφέρομαι, τριγυρίζω, πε-ριπλανῶμαι:
    \кружить по лесу περιπλανῶμαι στό δάσος· ◊ \кружить кому-л. голову ξεμυαλίζω κάποιον, γυρίζω τά μυαλά.

    Русско-новогреческий словарь > кружить

  • 14 мотаться

    мотаться I
    несов αἰωρούμαι.
    мотаться II
    несов разг τρέχω, ἔχω τρεχάματα (бегать, утомляться)/ περιφέρομαι (или γυρίζω) ἄσκοπα (слоняться без дела).

    Русско-новогреческий словарь > мотаться

  • 15 околачиваться

    околачиваться
    несов разг σουλατσάρω, περιφέρομαι ἀργός.

    Русско-новогреческий словарь > околачиваться

  • 16 проболтаться

    проболтаться I
    сов разг (проговориться) μοῦ φεύγει κουβέντα.
    проболтаться II
    сов (где-л.) разг Χασομερώ (άμετ.), περιφέρομαι ἀργόσχολος (λίγη ὠρα).

    Русско-новогреческий словарь > проболтаться

  • 17 скитаться

    скита||ться
    несов (περι)πλανῶμαι, γυρίζω, περιφέρομαι:
    \скитатьсяться по белу свету разг γυρίζω τόν κόσμο.

    Русско-новогреческий словарь > скитаться

  • 18 таскаться

    таскать||ся
    (слоняться) τριγυρίζω, περιφέρομαι, γκιζερίζω:
    \таскатьсяся без дела по у́лицам τριγυρίζω ἄσκοπα στους δρόμους.

    Русско-новогреческий словарь > таскаться

  • 19 толкать

    толкать
    несов
    1. σπρώχνω, σκουντώ, ὠθώ·
    2. прям., перен (вперед) κινώ, σπρώχνω·
    3. (побуждать) σπρώχνω, παρακινώ, ἐξωθώ, προτρέπω:
    \толкать кого́-л. на преступление σπρώχνω κάποιον στό ἔγκλημα· ◊ \толкать ядро́ спорт. ρίχνω σφαίρα \толкаться
    1. σπρώχνομαι, συνωστίζομαι·
    2. (слоняться) разг περιφέρομαι ἄσκοπα, τριγυρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > толкать

  • 20 шататься

    шата́||ться
    несов
    1. κλονίζομαι, κουνιέμαι, τρικλίζω, σείομαι:
    зуб \шататьсяется τό δόντι μου κουνιέται· \шататься от усталости σέρνομαι ἀπό τήν κούραση·
    2. перен κλονίζομαι:
    семейные усто́и \шататьсяются τά θεμέλια τής οίκογένειας κλονίζονται·
    3. (слоняться) разг γυρίζω ἄσκοπα:
    \шататься без дела γυρίζω ἀργόσχολος, περιφέρομαι ἀργός· \шататься по свету περιπλανιέμαι στόν κόσμο.

    Русско-новогреческий словарь > шататься

См. также в других словарях:

  • περιφέρομαι — βλ. πίν. 218 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιφέρομαι — περιφέρω carry round pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπολεύω — περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, τριγυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πολεύω «περιφέρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… …   Dictionary of Greek

  • πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… …   Dictionary of Greek

  • επικωμάζω — ἐπικωμάζω (Α) [επίκωμος] 1. περιφέρομαι στους δρόμους μαζί με άλλους κωμαστές τραγουδώντας και διασκεδάζοντας 2. ορμώ κάπου με συνοδεία άλλων κωμαστών («ὅτε δὲ τῶν νεωτέρων αἴσθοιτό τινας συνευωχουμένους ὅπου δήποτε,... παρεῑν ἐπικωμάζων», Πολ.)… …   Dictionary of Greek

  • μυσπολώ — μυσπολῶ, έω (Α) περιφέρομαι ή συμπεριφέρομαι σαν ποντίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + πολῶ (< πόλος < πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιερα πολώ, ονειρο πολώ] …   Dictionary of Greek

  • οιοπόλος — (I) οἰοπόλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος 2. (για πρόσ.) μοναχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακρο πόλος]. (II) οἰοπόλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ερμού) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • περιπολώ — περιπολῶ, έω, ΝΜΑ [περίπολος] περιφέρομαι ως φρουρός ενός τόπου ή ως ανιχνευτής σε καιρό πολέμου («οἵ τε φρουρεῑν ἐν τοῑς φρουρίοις, οἵ τε πελτάζειν καὶ περιπολεῑν τὴν χώραν», Ξεν.) μσν. ασχολούμαι με κάτι αρχ. 1. κινούμαι γύρω από κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • περιρ(ρ)έμβομαι — Α (αποθ.) περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («μὴ περιρέμβου ζητοῡσα θεόν»,Ζώσ.).· [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥέμβομαι «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • ρέμπομαι — Ν 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς σκοπό, περιπλανώμαι 2. νέμομαι ή απολαμβάνω κάτι («λίγοι ρέμπονται τα καλά») 3. (στον Ερωτόκρ.) υπερηφανεύομαι («επέτετο κι ερέμπετο στην αφεντιά την τόση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ῥέμβομαι «περιφέρομαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»