-
21 ἀπαιτέω
A demand back, demand to have returned, esp. of things forcibly taken or rightfully belonging to one, Hdt.1.2;εἰ μὲν βούλεσθε, αἰτῶ, εἰ δὲ μὴ βούλεσθε, ἀπαιτῶ And.2.22
; τὸ μισθάριον γὰρ ἂν ἀπαιτῇς Diph.43.34; ([place name] Tralles);τὴν ψυχήν Ev.Luc.12.20
; ἀ. τινά τι demand something of one, Hdt. 8.122, E.Hel. 963, Ar.Av. 554, D.1.22;εὐθύνας ἀ. τινά Id.18.245
; alsoἀ. ὅπλα τοῦ πατρός S.Ph. 362
;χάριν ἀ. τινά Pl.Phdr. 241a
, etc.;τι παρά τινος Arist. de An. 408a18
; alsoἀ. δίκην ἐξ ἀδίκων A.Ch. 398
;λόγον ἀ. τινὰ περί τινος Pl.R. 599b
; ἀ. ὑπέρ τινος ib. 612d;ἀ. ὑποσχέσεις Arist.EN 1164a17
: c. inf.,ἀ. τινὰ ποιεῖν τι E.Supp. 385
.c of things, require,νοῦσοι -έουσι σικύην Aret.CA1.10
;περίοδος ἀ. μῆνα τρισκαιδέκατον Plu. Agis16
: abs.,ὅταν αἱ χρεῖαι -ῶσιν Ael. Tact.15.1
.II [voice] Pass., of things, to be demanded in payment, Hdt.5.35.2 of persons, have demanded of one,ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν X.Ap.17
;τὸ τῆς ψυχῆς χρέος LXX Wi.15.8
;ἀποδώσειν ὅταν ἀπαιτῆται BGU1058.33
(i B.C.); yield to a request, οὐκ ἀπαιτούμεσθα, answering to ἀπαιτῶ σκῆπτρα, E.Ph. 602.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαιτέω
-
22 ἐκ-λέγω
ἐκ-λέγω, 1) auslesen, auswählen; Thuc. 4, 59; ἄνδρας, πρεσβύτας, Plat. Rep. V, 458 c VII, 536 c; ἐξ ἁπασῶν τῶν νεῶν τοὺς ἀρίστους ἐρέτας ἐκλέξας Xen. Hell. 1, 6, 19; ἐκλελέχϑαι ibd. 16; ἐκλεκτέος, auszulesen, Plat. Rep. V, 456 b. – Med., für sich auslesen; Her. 7, 6 Thuc. 6, 58 u. A. – 2) Zölle u. andere Abgaben erheben, eintreiben, B. A. 246 ἀπαιτῶ; χρήματα παρά τινος Thuc. 8, 44; ἐκ τῶν συμμάχων Dem. 49, 49; Andoc. 1, 92; τέλος Aesch. 1, 119, wie im Gesetz bei Dem. 24, 40; auch mit doppeltem accus., τέλη τοὺς καταπλέοντας Aesch. 3, 113. – Auch med., τὴν δεκάτην ἐξελέγοντο τῶν πλοίων Xen. Hell. 1, 1, 22. – 3) herauslesen, wegnehmen, Ar. Equ. 908; ἐκ τοῠ γενείου τὰς πολιάς fr. 360.
-
23 выполнение
1. (завершение) η εκτέλεση, η εκπλήρωση- обязательств - των υποχρεώσεων ^.(осуществление операции плана действий) η εκτέλεσ/η, η πραγματοποίησηнастаивать на - и условий επιμένω/απαιτώ στην - των όρωνпорядок - я διαδικασία/τρόπος/σειρά της - ηςсрок - я προθεσμία/διορία της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выполнение
-
24 управлять
1. (приводить в действие, направлять работу, движение и т.п.) οδηγώ, ελέγχω 2. (руководить деятельностью кого-, чего-л.распоряжаться чем-л.) διευθύνω, κατευθύνωοδηγώ, διοικώ3. мор. (рулевым устройством) κυβερνώ, οδηγώ, πηδαλιουχώ 4. (грам) καθορίζω, απαιτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > управлять
-
25 взыскать
взыскатьсов, взыскивать несов1. (что-л. с кого-л.) είσπράττω, ἀπαιτώ:\взыскать долг (налоги) είσπράττω τό χρέος (φόρους)·2. (наказывать) τιμωρώ· ◊ не взыщите разг νά μέ συμπαθάτε, φανείτε ἐπιεικείς. -
26 востребовать
востребоватьсов ἀπαιτώ, διεκδικώ. -
27 домогаться
домогатьсянесов επιδιώκω, ζητῶ ἐπίμονα, ἀπαιτῶ, ἐκβιάζω. -
28 затребовать
затребоватьсов ζητῶ, ἀπαιτώ:\затребовать документ ζητῶ τήν ταυτότητα. -
29 основание
основан||иес1. (действие) ἡ θεμελίωση[-ις]. ἡ ϊδρυση [-ις]:\основание университета ἡ ίδρυση Πανεπιστημίου·2. (фундамент) ἡ βάση, τό θεμέλιο[ν], τό κρηπίδωμα:у \основаниеия памятника στή βάση τοῦ μνημείου· \основание горы οἱ πρόποδες ὀρους, τό ριζοβούνι· разрушать до \основаниеия κατεδαφίζω ἐκ θεμελίων, γκρεμίζω συθέμελα·3. (причина, мотив) ἡ βάση [-ις], ὁ λόγος, ἡ αίτία, ἡ αίτιολογία, ἡ ἀφορμή:законное \основание ἡ νόμιμος αίτια· на каком \основаниеии? μέ ποιά δικαιολογία;· требовать на законном \основаниеии ἀπαιτῶ ἐπί τῆ βάσει τοῦ νόμου· иметь полное \основание предполагать ἔχω κάθε λόγο νά„ύποθέτω· без \основаниеия ^ωρίς αἰτία, ἀδικαιολόγητα, ἀβασίμως· не без \основаниеия ὄχι χωρίς λόγο, δικαιολογημένα [-ως]·4. хим., мат ἡ βάση [-ις], -
30 предъявлять
предъяв||ля́тьнесов1. (показать) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω, δεικνύω:\предъявлятьлять билет δείχνω τό είσιτήριο· \предъявлятьлить документ δείχνω τήν ταυτότητα, τά χαρτιά·2. (требования и т. ἡ.) προβάλλω:\предъявлятьля́ть права на что́-л. διεκδικώ, προβάλλω ἀξιώσεις· \предъявлятьля́ть требование προβάλλω ἀπαιτήσεις, ἀπαιτώ· \предъявлятьлять обвинение κάνω μήνυση, κατηγορώ, καταγγέλλω· \предъявлятьля́ть иск ἐνάγω, κινώ ἀγωγήν \предъявлятьлять ультиматум ἐπιδίδω τελεσίγραφον. -
31 спрашивать
спрашиватьнесов1. (ἐ)ρωτῶ/ πληροφοροῦμαι (справляться)·2. (требовать ответственности) ἀπαιτώ, ἀξιῶ·3. (желать видеть) ζητῶ νά δῶ. -
32 удовлетворение
удовлетвор||ениес ἡ ίκανοποίηση [-ις]:получить \удовлетворение ἰκανοποιοῦμαι· испытывать \удовлетворение αίσθάνομαι εὐχαρίστησή ◊ требовать \удовлетворениеения уст. ἀπαιτώ (или ζητώ) ικανοποίηση. -
33 ικανοποίηση
[-ις (-εως)] η1) удовлетворение, довольство, удовлетворённость;ηθική ικανοποίηση — моральное удовлетворение;
η ικανοποίηση των αυξανομένων αναγκών — удовлетворение растущих потребностей;
αίσθάνομαι ικανοποίηση — чувствовать удовлетворение;
απαιτώ ( — или ζητώ) ικανοποίηση — требовать удовлетворения;
με ικανοποίηση — с удовлетворением; — удовлетворённо;
2) вознаграждение -
34 call for
1) (to demand or require: This calls for quick action.) απαιτώ2) (to collect: I'll call for you at eight o'clock.) περνώ να πάρω -
35 claim
[kleim] 1. verb1) (to say that something is a fact: He claims to be the best runner in the class.) ισχυρίζομαι2) (to demand as a right: You must claim your money back if the goods are damaged.) απαιτώ3) (to state that one is the owner of: Does anyone claim this book?) διεκδικώ2. noun1) (a statement (that something is a fact): Her claim that she was the millionaire's daughter was disproved.) ισχυρισμός2) ((a demand for) a payment of compensation etc: a claim for damages against her employer.) αξίωση3) (a demand for something which (one says) one owns or has a right to: a rightful claim to the money.) διεκδίκηση•- claimant -
36 entail
[in'teil](to bring as a result; to require: These alterations will entail great expense.) συνεπάγομαι,απαιτώ -
37 exact
[iɡ'zækt] 1. adjective1) (absolutely accurate or correct in every detail; the same in every detail; precise: What are the exact measurements of the room?; For this recipe the quantities must be absolutely exact; an exact copy; What is the exact time?; He walked in at that exact moment.) ακριβής2) ((of a person, his mind etc) capable of being accurate over small details: Accountants have to be very exact.) λεπτολόγος2. verb(to force the payment of or giving of: We should exact fines from everyone who drops litter on the streets.) επιβάλλω,απαιτώ- exacting- exactly
- exactness -
38 expect
[ik'spekt]1) (to think of as likely to happen or come: I'm expecting a letter today; We expect her on tomorrow's train.) προσδοκώ,περιμένω2) (to think or believe (that something will happen): He expects to be home tomorrow; I expect that he will go; `Will she go too?' `I expect so' / `I don't expect so' / `I expect not.') πιστεύω, αναμένω3) (to require: They expect high wages for their professional work; You are expected to tidy your own room.) απαιτώ4) (to suppose or assume: I expect (that) you're tired.) υποθέτω•- expectant
- expectantly
- expectation -
39 involve
[in'volv]1) (to require; to bring as a result: His job involves a lot of travelling.) απαιτώ,συνεπάγομαι2) ((often with in or with) to cause to take part in or to be mixed up in: He has always been involved in/with the theatre; Don't ask my advice - I don't want to be/get involved.) εμπλέκω,ανακατεύομαι•- involved- involvement -
40 require
1) (to need: Is there anything else you require?) χρειάζομαι2) (to ask, force or order to do something: You are required by law to send your children to school; I will do everything that is required of me.) απαιτώ•
См. также в других словарях:
απαιτώ — απαιτώ, απαίτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαιτώ — (AM ἀπαιτῶ, έω) [αιτώ] 1. ζητώ επίμονα κάτι από κάποιον 2. ζητώ επίμονα να μου επιστραφεί κάτι το οποίο μου αφαιρέθηκε βίαια ή το οποίο δικαιωματικά μου ανήκει 3. (για πράγματα) έχω ανάγκη, χρειάζομαι («η κατάσταση απαιτεί σθεναρή αντιμετώπιση»)… … Dictionary of Greek
απαιτώ — απαίτησα, απαιτήθηκα απαιτημένος, ζητώ επίμονα, αξιώνω: Απαιτούσε να του πληρωθούν οι μισθοί που του οφείλονταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαιτῶ — ἀπαιτέω demand back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιτέω demand back pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπαιτέω demand back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιτέω demand back pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
προσαξιώ — όω, Α 1. απαιτώ, αξιώνω κάτι επιπροσθέτως 2. απαιτώ από κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀξιῶ «έχω την αξίωση, απαιτώ» (< ἄξιος)] … Dictionary of Greek
εγκαλώ — (AM ἐγκαλῶ, έω) 1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος 2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει 3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση 4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο 5. φέρνω αντίρρηση 6. επικαλούμαι μσν. 1. παρακαλώ 2. αναφέρω,… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
προσλογεύω — Α 1. καταλογίζω επί πλέον 2. απαιτώ κάτι επιπροσθέτως και, ιδίως, απαιτώ πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λογεύω «συλλέγω φόρους ή εισφορές»] … Dictionary of Greek
ρεπετιτεύω — Α απαιτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. repeto (repetitio) «απαιτώ»] … Dictionary of Greek
υπεραπαιτώ — έω, Μ [ἀπαιτῶ] απαιτώ πληρωμή μεγαλύτερη από εκείνην που δικαιούμαι … Dictionary of Greek