-
41 востребовать
[βαστριέμπαβατ'] ρ. απαιτώ -
42 затребовать
[ζατριέμπαβατ'] ρ. ζητώ, απαιτώ -
43 требовать
[τριέμπαβατ*] ρ. απαιτώ -
44 требовать
[τριέμπαβατ*] ρ. απαιτώ -
45 востребовать
[βαστριέμπαβατ'] ρ απαιτώ -
46 затребовать
[ζατριέμπαβατ'] ρ ζητώ, απαιτώ -
47 требовать
[τριέμπαβατ'] ρ απαιτώ -
48 требовать
[τριέμπαβατ'] ρ απαιτώ -
49 востребовать
-бую, -буешьρ.σ.μ.απαιτώ, ζητώ, αξιώ•востребовать багаж ζητώ τις αποσκευές.
-
50 горло
-а ουδ.1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.
|| λάρυγγας•у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•
у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•
у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.
2. στενό μέρος αντικειμένου•-бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•
горло залива ο λαιμός του κόλπου.
εκφρ.по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•поперек стать ή вставать – κ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει). -
51 истребовать
-бую, -буешь ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) ζητώ, αιτώ• απαιτώ•истребовать документы ζητώ τα έγγραφα.
-
52 претендовать
-дую, -дуешьρ.δ.1. αντιποιούμαι, διεκδικώ• απαιτώ• αξιώνω.2. υπερεκτιμώ τις ικανότητες μου• θεωρώ τον εαυτό μου ικανόν για κάτι•претендовать на учнность κάνω τον επιστήμονα•
претендовать на остроумие κάνω τον έξυπνο.
3. παλ. δυσαρεστώ προσβάλλω. -
53 притязать
ρ.δ. παλ. αξιώνω, απαιτώ, διεκδικώ• αντιποιούμαι•притязать на наследство εγείρω αξιώσεις για την κληρονομιά•
притязать на власть αντιποιούμαι της αρχής (εξουσίας).
|| επιδιώκω, αποβλέπω, αποσκοπώ, έχω βλέψεις. -
54 рекламировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. διαφημίζω, ρεκλαμάρω.διαφημίζομαι, ρε-κλαμάρομαι.-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. απαιτώ, ζητώ, εξαιτούμαι• αξιώνω σαν δικό μου.απαιτούμαι, ζητούμαι. -
55 спросить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спрошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, να πληροφορηθώ•спросить фамилию ρωτώ ποιο είναι το επώνυμο•
спросить о здоровье ρωτώ για την υγεία, εξετάζω, σηκώνω μαθητή να πει το μάθημα.
2. ζητώ να μου δοθεί•спросить разрешение ζητώ άδεια•
спросить совет ζητώ συμβουλή.
3. απαιτώ•сколько за это спросишь? πόσο θα ζητήσεις γι αυτό;
1. ζητώ (άδεια να κάνω κάτι), ρωτώ•кого ты -ился? ποιόν ρώτησες; από ποιόν πήρες άδεια;•
-ись у начальника ρώτησε το διευθυντή (προϊστάμενο).
2. ζητώ ευθύνες, λόγο, λογαριασμό•ты виновен, а -осится у меня εσύ φταις, όμως από μένα θα ζητήσουν ευθύνες.
3. βλ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.). -
56 требовать
-бую, -буешьρ.δ.1. απαιτώ, αξιώνω, ζητώ•требовать повышения зарплаты ζητώ αύξηση αποδοχών•
требовать объяснений ζητώ εξηγήσεις•, требовать точного исполнения распоряжений απαιτώακριβή εκτέλεση των διαταγών•
требовать много ζητώπολλά•
требовать уплаты долга ζητώ εξόφληση του χρέους.
2. χρειάζομαι, έχω ανάγκη• θέλω•больной -ет покоя ο άρρωστος θέλει ησυχία•
растния -ют ухода τα φυτά θέλουν περιποίηση.
|| καλώ, ζητώ•его -ют в суд τον ζητούν στο δικαστήριο•
меня -ют домой με ζητούν να πάωστο σπίτι.
απαιτούμαι, χρειάζομαι• ζητούμαι•-ется рабочая сила ζητείται εργατική δύναμη•
-ются рабочие ζητούνται εργάτες•
-ется ремонт χρειάζεται (να γίνει) επισκευή.
|| καλούμαι, με καλούν, με ζητούν. -
57 управлять
-яю, -яешь μτχ. ενστ. управляющий, παθ. μτχ. ενστ. управлюемый, βρ: -ляем, -а, -оρ.δ. (με οργν.).1. διευθύνω, οδηγώ•управлять автомобилем οδηγώ το αυτοκίνητο•
управлять судном πηδαλιουχώ (τιμονιάρω) σκάφος.
|| χειρίζομαι•управлять кистью χειρίζομαι το πινέλο.
|| διευθύνω, κουμαντάρω• κανονίζω.2. διοικώ• κυβερνώ-διευθύνω•управлять государством κυβερώ το κράτος•
управлять страной κυβερνώ τη χώρα•
управлять заводом διευθύνω το εργοστάσιο.
|| διαχειρίζομαι•управлять хозяйством διαχειρίζομαι το νοικοκυριό ή την οικονομία.
|| εξουσιάζω•безумным человеком -ют страсти τον ανόητο άνθρωπο τον κυβερνούν τα πάθη.
3. (γραμμ.) καθορίζω, απαιτώ• θέλω•переходные глаголы -ют винительными падежом τα μεταβατικά ρήματα θέλουν το αντικείμενο σε αιτιατική πτώση.
1. διευθύνομαι, οδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. βλ. управиться. -
58 πάλιν
1 of Place, back, backwards (the usual sense in early [dialect] Ep.), mostly joined with Verbs of going, coming, etc.;π. χώρει Hdt.5.72
; π. ἐλεύσεται, κατελθεῖν, ἐπανέλθωμεν, A.Pr. 854, S.OC 601, Pl.Cra. 438a, etc.;κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει π. A.Pr. 962
;δίκα καὶ πάντα π. στρέφεται E.Med. 412
(lyr.); δεῦρο σωθήσῃ π. Id.Ph. 725, cf. 1400; δόμεναι π. give back, restore, Il.1.116, etc.;π. ἀποδοῦναι And.2.23
; π. ἀγκαλέσαι to call back, A.Ag. 1021 (lyr.): less freq. c. gen., π. τράπεθ' υἷος ἑοῖο she turned back from her son, Il.18.138;δόρυ Ἀχιλλῆος π. ἔτραπεν 20.439
, cf. Od.7.143: coupled with other Advbs.,π. αὖτις ἔβαινον νηὸς ἐπὶ γλαφυρῆς 14.356
, cf. Pi.O.1.65; αὖ π. Od.13.125;ἂψ π. Il.18.280
;π. εἶσιν ὀπίσσω Od.11.149
;π. φέρεσθαι ἐξοπίσω Hes.Th. 181
; ἄψορρον π. S.El.53; π. οἴκαδε, π. οἴκαδ' αὖ, Ar.Lys. 792, Ra. 1486;π. αὖ Pl.Prt. 318e
, etc.: with the Art.,ἡ π. ὁδός E.Or. 125
.2 to express contradiction, π. ἐρέει gainsay, Il.9.56; π. ὅ γε λάζετο μῦθον took back his word, unsaid it, 4.357; opp. ἀληθέα εἰπεῖν, Od.13.254; μηδέ τῳ δόξῃ π. let no one think contrariwise, A.Th. 1045: in Prose, contrariwise, Pl.Grg. 482d;π. αὖ Id.R. 507b
; αὖ.. π. Id.Ap. 27d: in this sense sts. c. gen., τὸ π. νεότατος youth's opposite, Pi.O.10(11).87; χρόνου τὸ π. the change of time, E.HF 777(lyr.); cf. ἔμπαλιν.II of Time, again, once more, rare in Hom., Il.2.276, cf. S.OT 1166, X. Mem.1.6.11, etc.: freq. coupled with αὖ, αὖθις (q.v.); , etc.; π. καὶ π. Str.17.1.3, Plu.2.565d, Ael.VH1.4; ἔγχει καὶ π. εἰπέ, π. π. Ἡλιοδώρας" AP5.135 (Mel.): both senses (I and II) are appropriate in Od.16.456, Pl.Prt. 322b, etc. -
59 ἄδικος
A wrongdoing, unrighteous, unjust: : [comp] Comp. - ώτερος ib. 272;δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ A.Ch. 398
(lyr.): [comp] Sup. (lyr.): ἄ. εἴς τι unjust in a thing, ἔς τινα towards a person, Hdt.2.119;εἰς χρήματα X. Cyr.8.8.6
; περί τινα ib.27; ἄ. [ἐν τῷ ἀστραγαλίζειν] one who plays unfairly, Pl.Alc.1.110b: c. inf., so unjust as to.., Ep.Heb.6.10.II of things, unjust, unrighteous, , Hdt.1.5;ἕργματα Thgn.380
, Sol.13.12;ἄδικα φρονέειν Thgn.395
; ἄ. λόγος freq. in Ar.Nu.; ἄρχειν χειρῶν ἀ. begin an assault, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, cf. X.Cyr.1.5.13, D.47.39; τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄ., τὰ δίκαια καὶ τὰ ἄ. right and wrong, Pl.Grg. 460a, etc.; πλοῦτος ἄ. ill-gotten, unrighteous, Isoc.1.38;ζυγὸν ἄ. LXX Am.8.5
;νομὴ ἄ. οὐδὲν ἰς χύει PTeb.286.7
(ii A.D.); ἡ ἄ... συναγωγὴ ἀνδρὸς καὶ γυναικός the unrighteous union, Pl.Tht. 150a; ἄ. δίκη vexatious suit, Cratin.19D.2 of the punishment of wrongdoing,Ζεὺς νέμων ἄδικα κακοῖς A.Supp. 404
(lyr.), cf. E.Or. 647.III ἄ. ἡμέρα, i.e. ἄνευ δικῶν, a day on which the courts were shut, Luc.Lex.9: δίκαιος ἄ. who has not appeared in court, Archipp.46. -
60 istemek
θέλω, ζητώ, απαιτώ
См. также в других словарях:
απαιτώ — απαιτώ, απαίτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαιτώ — (AM ἀπαιτῶ, έω) [αιτώ] 1. ζητώ επίμονα κάτι από κάποιον 2. ζητώ επίμονα να μου επιστραφεί κάτι το οποίο μου αφαιρέθηκε βίαια ή το οποίο δικαιωματικά μου ανήκει 3. (για πράγματα) έχω ανάγκη, χρειάζομαι («η κατάσταση απαιτεί σθεναρή αντιμετώπιση»)… … Dictionary of Greek
απαιτώ — απαίτησα, απαιτήθηκα απαιτημένος, ζητώ επίμονα, αξιώνω: Απαιτούσε να του πληρωθούν οι μισθοί που του οφείλονταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαιτῶ — ἀπαιτέω demand back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιτέω demand back pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπαιτέω demand back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιτέω demand back pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
προσαξιώ — όω, Α 1. απαιτώ, αξιώνω κάτι επιπροσθέτως 2. απαιτώ από κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀξιῶ «έχω την αξίωση, απαιτώ» (< ἄξιος)] … Dictionary of Greek
εγκαλώ — (AM ἐγκαλῶ, έω) 1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος 2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει 3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση 4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο 5. φέρνω αντίρρηση 6. επικαλούμαι μσν. 1. παρακαλώ 2. αναφέρω,… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
προσλογεύω — Α 1. καταλογίζω επί πλέον 2. απαιτώ κάτι επιπροσθέτως και, ιδίως, απαιτώ πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λογεύω «συλλέγω φόρους ή εισφορές»] … Dictionary of Greek
ρεπετιτεύω — Α απαιτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. repeto (repetitio) «απαιτώ»] … Dictionary of Greek
υπεραπαιτώ — έω, Μ [ἀπαιτῶ] απαιτώ πληρωμή μεγαλύτερη από εκείνην που δικαιούμαι … Dictionary of Greek