-
1 индикатор
ο ενδείκτης, ο δείκτης- газа предохранительный горн. о ανιχνευτής αερίων- курса маяка бортовой (система слепой посадки) - πορείας φάρου (σύστημα τυφλής προσγείωσης)маршрутный ж.-д. - πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индикатор
-
2 детектор
1. эл. о φωρατής, ο ανορθωτής- διόδου2. (излучений) ο ανιχνευτής 3. (напряжений) мех. о ανιχνευτής τάσεων 4. (пламени) о ανιχνευτής φλόγαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > детектор
-
3 разведчик
-
4 блок
I.1.(механизм в форме колеса с жёлобом по окружности) о τρόχιλος, ο μακα-ράς, η τροχαλία* вертлюжный - στρεπτός -верхний - талей оттяжки мор. άνω - αντη-ρίδων2. (узел машины) το συγκρότημα ή μέρος της μηχανήςрезервный - см. запасной -3. стр. о ογκόλιθοςдоковый мор. - βάθρωνскуловой мор. - στα κυρτά μέρη της γάστραςII.(объединение партий, государств и т.д.) о συνασπισμός, η ένωση, το μπλοκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок
-
5 выявитель
ο ανιχνευτής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выявитель
-
6 газоанализатор
ο αναλυτής αερίων, ο ανιχνευτής αερίων, акустический - ακουστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газоанализатор
-
7 гамма-дефектоскоп
ο ανιχνευτής (ελαττωμάτων) με ακτίνες γ(γάμμα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-дефектоскоп
-
8 дефектоскоп
ο ανιχνευτής των ελαττωμάτων, магнитный - μαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефектоскоп
-
9 дозиметр
το δοσίμετρο, ο ανιχνευτής της ακτινοβολίας. - альфа-излучения - της ακτινοβολίας α(άλφα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дозиметр
-
10 дымоощутитель
ο ανιχνευτής καπνού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дымоощутитель
-
11 звукоприёмник
ο ανιχνευτής ήχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звукоприёмник
-
12 звукоулавливатель
ο ανιχνευτής ήχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звукоулавливатель
-
13 искатель
1. тех. о επιλογέ/ας- вызова (тлф.) - κλίσης- течи ο ανιχνευτής διαρροής 2 (тот кто занимается поисками чего-л.) о (δι)ερευνητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искатель
-
14 магнитоуловитель
ο μαγνητικός ανιχνευτής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнитоуловитель
-
15 металлоискатель
ο ανιχνευτής μετάλλων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > металлоискатель
-
16 нуль-индикатор
1. (в мостовых схемах измерения) о δείκτης-μηδένο ανιχνευτής της (μηδενικής) τάσης2. (указатель отклонения от заданного пеленга относительно радиомаяка) о δείκτης της αριστερής/δεξιάς απόκλισης (σε σχέση με το ραδιοφάρο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль-индикатор
-
17 нуль-орган
(изм.) о μηδενικός μετρη-τής/ανιχνευτής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль-орган
-
18 приёмник
1. (прад., рлк.) о δέκτ/ηςрадиолокационный - ο ραδιοεντοπιστής, το ραντάρ (ξεν)- сигнала бедствия автоматический αυτόματος - του σήματος ανάγκης/κινδύνου2. (сборник) о συλλέκτης 3. (ёмкость) η υποδοχή, το δοχείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмник
-
19 пылеопределитель
ο ανιχνευτής σκόνης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пылеопределитель
-
20 регистратор
1. (устройство, устаинавли-вающее наличие сигнала, изменениия величины и т.п.) о ανιχνευτής 2. (устроййство, осуществляющее запись сигнала, изменений величины и т.п.) το σύστημα καταγραφήςавтоматический - αυτόματο - У цифровой - ψηφιακό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регистратор
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανιχνευτής — (Φυσ.). Όροςτης φυσικής που δηλώνει κάθε διάταξη ικανή να σημειώνει και ενδεχομένως να καταγράφει την πραγματοποίηση ενός φαινομένου. Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι α. στην ατομική και πυρηνική φυσική, επειδή επιτρέπουν διαμέσου μακροσκοπικών… … Dictionary of Greek
ανιχνευτής — ο αυτός που ανιχνεύει (βλ. ανιχνεύω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανιχνευτής ψεύδους — Συσκευή με την οποία από τις ψυχοβιολογικές αντιδράσεις του ατόμου μπορεί να διαγνωστεί αν αυτό ψεύδεται ή όχι, όταν του τίθενται συγκεκριμένες ερωτήσεις. Υπάρχουν διάφοροι τύποι συσκευών α.ψ. ανάλογα με το είδος της αντίδρασης που χρησιμοποιούν… … Dictionary of Greek
εξπλοράτωρ — ἐξπλοράτωρ, ο (Μ) κατάσκοπος, ανιχνευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. explorator «ανιχνευτής»] … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
ανιχνευτικός — ή, ό 1. ο αρμόδιος, ο ικανός για ανίχνευση 2. το ουδ. ως ουσ. το ανιχνευτικό ελαφρό και ταχύ πολεμικό πλοίο ή αεροπλάνο που χρησιμοποιείται για να ανιχνεύσει τις συνθήκες μιας περιοχής, τη θέση και τη δύναμη του εχθρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανιχνευτής.… … Dictionary of Greek
ανιχνεύω — (Α ἀνιχνεύω) 1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ 2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ιχνεύω. ΠΑΡ. ανίχνευση νεοελλ. ανιχνευτής] … Dictionary of Greek
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
διοπτήρ — ο (AM διοπτήρ Μ και θηλ. διόπτειρα, η) νεοελλ. 1. όργανο για διόπτευση 2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών μσν. θηλ. η διόπτειρα η οικονόμος αρχ. μσν. κατάσκοπος αρχ. 1. ανιχνευτής, παρατηρητής … Dictionary of Greek
εξιχνιαστής — ο [εξιχνιάζω] αυτός που εξιχνιάζει, ο ανιχνευτής … Dictionary of Greek