Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κατάσκοπος

См. также в других словарях:

  • κατάσκοπος — one who reconnoitres masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κατάσκοπος — ο, η αυτός που κάνει κατασκοπία με εντολή άλλου, πράκτορας, χαφιές: Οι Αμερικανοί έχουν κατασκόπους σ όλες σχεδόν τις χώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκόπω — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc/acc dual κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόποις — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόπου — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόπους — κατάσκοπος one who reconnoitres masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόπων — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόπῳ — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάσκοπε — κατάσκοπος one who reconnoitres masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάσκοποι — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»