-
1 κατάσκοπος
[катаскопос] ουσ. шпион.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατάσκοπος
-
2 разведчик
-
3 шпион
-
4 агент
агентм1. (представитель) ὁ πράκτορας [-ωρ], ὁ ἀντιπρόσωπος;2. перен (ставленник) ὁ πράκτορας [-ωρ]:\агенты империализма οἱ πράκτορες τοῦ ιμπεριαλισμοῦ;3. (шпион) ὁ κατάσκοπος, ὁ χαφιές. -
5 лазутчик
лазутчикм воен. ὁ κατάσκοπος, ὁ ἀνιχνευτής. -
6 разведчик
развед||чикм1. воен. ὁ ἀνιχνευτής·2. геол. ὁ ἐξερευνητής (τοῦ ὑπεδάφους)·3. (сотрудник разведки) ὁ κατάσκοπος·4. (самолет) τό ἀναγνωριστικό, τό ἀνιχνευτικό ἀεροπλάνο. -
7 шпиои
шпиоим ὁ κατάσκοπος, ὁ σπιοῦνος, ὁ χαφιές. -
8 шпион
[σπιόν] συσ. α κατάσκοπος -
9 шпион
[σπιόν] ουσ α κατάσκοπος -
10 агент
-
11 разведчик
-а α.-ца, -ы θ Γ1. (στρατ.) ανιχνευτής.2. κατάσκοπος.3. εξερευνητής υπεδάφους.4. αεροπλάνο ανιχνευτικό. -
12 резидент
-а α.1. αρμοστής προτεκτοράτου.2. (διπλωμ.) πρόσεδρος-υπουργός.3. αλλοδαπός• μέτοικος.4. κατάσκοπος—προϊστάμενος, αρχικατάσκοπος. -
13 соглядатай
-я α. παλ. κατόπτης, κατάσκοπος, σπιούνος, χαφιές. -
14 шпион
-а α.-ка, -и θ.σπιούνος, χαφιές, καταδότης. || κατάσκοπος.
См. также в других словарях:
κατάσκοπος — one who reconnoitres masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κατάσκοπος — ο, η αυτός που κάνει κατασκοπία με εντολή άλλου, πράκτορας, χαφιές: Οι Αμερικανοί έχουν κατασκόπους σ όλες σχεδόν τις χώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασκόπω — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc/acc dual κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόποις — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπου — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπους — κατάσκοπος one who reconnoitres masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπων — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπῳ — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκοπε — κατάσκοπος one who reconnoitres masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκοποι — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)