-
21 трал
1. (рыболовный) η τράτα, το σάρω-θρο, ο γρίπος 2. (гидрографический снаряд для исследования поверхности дна) о βολκός, το δίχτυ έρευνας βυθού 3. (для обезвреживания мин) το σάρωθρο/ο ανιχνευτής ναρκών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трал
-
22 лазутчик
лазутчикм воен. ὁ κατάσκοπος, ὁ ἀνιχνευτής. -
23 миноискатель
миноискательм ὁ ἀνιχνευτής ναρκών. -
24 разведчик
развед||чикм1. воен. ὁ ἀνιχνευτής·2. геол. ὁ ἐξερευνητής (τοῦ ὑπεδάφους)·3. (сотрудник разведки) ὁ κατάσκοπος·4. (самолет) τό ἀναγνωριστικό, τό ἀνιχνευτικό ἀεροπλάνο. -
25 лазутчик
-а α. (στρατ.) ανιχνευτής. || χαφιές, σπιούνος. -
26 миноискатель
-я α.ανιχνευτής ναρκών. -
27 обследователь
-я α.ελεγκτής• ερευνητής• εξεταστής• ανιχνευτής. -
28 разведчик
-а α.-ца, -ы θ Γ1. (στρατ.) ανιχνευτής.2. κατάσκοπος.3. εξερευνητής υπεδάφους.4. αεροπλάνο ανιχνευτικό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανιχνευτής — (Φυσ.). Όροςτης φυσικής που δηλώνει κάθε διάταξη ικανή να σημειώνει και ενδεχομένως να καταγράφει την πραγματοποίηση ενός φαινομένου. Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι α. στην ατομική και πυρηνική φυσική, επειδή επιτρέπουν διαμέσου μακροσκοπικών… … Dictionary of Greek
ανιχνευτής — ο αυτός που ανιχνεύει (βλ. ανιχνεύω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανιχνευτής ψεύδους — Συσκευή με την οποία από τις ψυχοβιολογικές αντιδράσεις του ατόμου μπορεί να διαγνωστεί αν αυτό ψεύδεται ή όχι, όταν του τίθενται συγκεκριμένες ερωτήσεις. Υπάρχουν διάφοροι τύποι συσκευών α.ψ. ανάλογα με το είδος της αντίδρασης που χρησιμοποιούν… … Dictionary of Greek
εξπλοράτωρ — ἐξπλοράτωρ, ο (Μ) κατάσκοπος, ανιχνευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. explorator «ανιχνευτής»] … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
ανιχνευτικός — ή, ό 1. ο αρμόδιος, ο ικανός για ανίχνευση 2. το ουδ. ως ουσ. το ανιχνευτικό ελαφρό και ταχύ πολεμικό πλοίο ή αεροπλάνο που χρησιμοποιείται για να ανιχνεύσει τις συνθήκες μιας περιοχής, τη θέση και τη δύναμη του εχθρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανιχνευτής.… … Dictionary of Greek
ανιχνεύω — (Α ἀνιχνεύω) 1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ 2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ιχνεύω. ΠΑΡ. ανίχνευση νεοελλ. ανιχνευτής] … Dictionary of Greek
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
διοπτήρ — ο (AM διοπτήρ Μ και θηλ. διόπτειρα, η) νεοελλ. 1. όργανο για διόπτευση 2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών μσν. θηλ. η διόπτειρα η οικονόμος αρχ. μσν. κατάσκοπος αρχ. 1. ανιχνευτής, παρατηρητής … Dictionary of Greek
εξιχνιαστής — ο [εξιχνιάζω] αυτός που εξιχνιάζει, ο ανιχνευτής … Dictionary of Greek