-
1 возродиться
-
2 обновить
обновить, обновлять ανακαινίζω, ανανεώνω* αναστηλώνω (восстанавливать)* * *= обновлятьανακαινίζω, ανανεώνω; αναστηλώνω ( восстанавливать) -
3 реставрировать
-
4 реставрировать
-руга, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. αναστηλώνω, επανορθώνω• ανακαινίζω•реставрировать картину ανακαινίζω τον πίνακα•
реставрировать дворец αναστηλώνω το παλάτι (μέγαρο).
2. παλινορθώνω-- монархию παλινορθώνω τη μοναρχία.1. αναστηλώνομαι, επανορθώνομαι• ανακαινίζομαι..2. παλινορθώνομαι. -
5 реконструировать
1. (перестраивать с целью улучшения, приспосабливать для новых нужд) ανακατασκευάζω, μετατρέπω, κάνω ανακαίνιση, επανασχεδιάζω 2. (восста-навливать первоначальный облик) αναστηλώνω, αναπαλαιώνω 3. (модернизировать) εκσυγχρονίζω (μέσω επανασχεδίασης ή ανακατασκευής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реконструировать
-
6 реставрировать
арх. συντηρώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω, αναπαλαιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реставрировать
-
7 обновлениеять
обновление||ятьнесов1. ἀνανεώνω, ἀνακαινίζω·2. (реставрировать) ἐπισκευάζω, ἀναστηλώνω·3. (надевать, употреблять в первый раз) разг πρωτοφορώ, πρωτοβάζω, δοκιμάζω πρώτη φορά. -
8 реконструировать
реконструироватьсов и несов ἀνασυγκροτώ/ ἀναστηλώνω (восстанавливать). -
9 реставрировать
реставрироватьсов и несов1. (картину, дворец и т. п.) ἀναστηλώνω·2. полит παλινορθώνω. -
10 реставрировать
[ρισταβρίραβατ'] ρ. αναστηλώνω -
11 реставрировать
[ρισταβρίραβατ'] ρ αναστηλώνω -
12 возродить
-ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ожденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.αναγεννώ, ξαναζωντανεύω• επανορθώνω, αναδημιουργώ, ανανεώνω• αναστηλώνω.αναγεννιέμαι, επανορθώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
13 восстановить
-овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•
восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•
восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.
2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.
3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.
4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).
1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.
-
14 нога
-ы θ.πόδι•болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•
стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•
тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•
передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•
μτφ. στήριγμα•-и стола τα πόδια του τραπεζιού.
εκφρ.без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•на -ах – στα πόδια•уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•взять -у – παίρνω βήμα•дать -у – δίνω βήμα•быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•идти ή шагать (нога) в -у – κυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•чего моя нога – χό•нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί). -
15 оживить
-вли, -вишь, παθ. μτχ. παρλ•θ. χρ. оживленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. ξαναζωντανεύω, ανασταίνω. || αναζωογονώ, αναζωπυρώ.2. μτφ. ζωηρεύω, ζωντανεύω. || αφυπνίζω, ξυπνώ.3. αναστηλώνω, τονώνω, ενδυναμώνω.1. παλ. ξαναζωντανεύω, ανασταίνομαι. || αναζωογονούμαι.2. αναστηλώνομαι, τονώνομαι, ενδυναμώνω, ζωηρεύω. -
16 освежить
-жу, жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освеженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. δροσίζω, δροσολογώ, αναψύχω•дождь -ил воздух η βροχή δρόσισε τον αέρα.
2. ζωογονώ, ζωηρεύω, τονώνω, αναστηλώνω. || ξαλαφρώνω, ανακουφίζω.3. φρεσκάρω•освежить краски в картине φρεσκάρω τα χρώματα στην εικόνα.
4. ξαναζωντανεύω, ξαναφέρω, επαναφέρω στη μνήμη αναθυμιέμαι, ξαναθυμιέμαι•- воспоминания детства ξαναζωντανεύω τις παιδικές αναμνήσεις.1. δροσίζομαι.2. επανέρχομαι, επαναφέρομαι στη μνήμη ξαναζωντανεύω•воспоминания -лись в моей памяти οι αναμνήσεις ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου.
-
17 реконструировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. ανασυγκροτώ• επανιδρύω.2. αναστηλώνω.1. ανασυγκροτούμαι• επανιδρύομαι.2. αναστηλώνομαι.
См. также в других словарях:
αναστηλώνω — αναστηλώνω, αναστήλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… … Dictionary of Greek
αναστηλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ανορθώνω, ξαναχτίζω ερειπωμένο κτίριο (κυρίως αρχαίο μνημείο): Αναστηλώθηκαν αρκετά από τα μνημεία της αρχαίας Πέλλας. 2. δίνω νέα δύναμη, τονώνω: Το φαΐ και το κρασί που ήπια με αναστήλωσαν. 3. το μέσ., αναστηλώνομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστήλωμα — το [αναστηλώνω] αναστήλωση … Dictionary of Greek
αναστηλωτής — ο, θηλ. αναστηλώτρια 1. άτομο που διενεργεί ή επιμελείται αναστήλωση 2. μτφ. άτομο που τονώνει το ηθικό και τα συναισθήματα, εμψυχωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναστηλώνω. Η λ., στον λόγιο πληθ. αναστηλωταί, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ανορθώνω — (AM ἀνορθῶ όω) 1. ορθώνω πάλι, στήνω πάλι όρθιο, ανοικοδομώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη του κατάσταση, στην πρώτη ακμή, αποκαθιστώ αρχ. 1. κρατώ όρθιο, υποβαστάζω 2. διορθώνω, επανορθώνω … Dictionary of Greek
επανιδρύω — ιδρύω ξανά, στήνω πάλι, ξαναχτίζω, αναστηλώνω, επανασυνιστώ … Dictionary of Greek
συνορθώ — και αττ. τ. ξυνορθῶ, όω, Α 1. (συν. σχετικά με κατεστραμμένο κτήριο) ανορθώνω, αναστηλώνω 2. μέσ. συνορθοῦμαι, όομαι ευδοκιμώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθῶ / οῦμαι «ορθώνω, ορθώνομαι, ακμάζω» (< ὀρθός)] … Dictionary of Greek
αναστήλωση — αναστήλωση, η και αναστήλωμα, το, ατος το να αναστηλώνει ή να αναστηλώνεται κανείς (βλ. αναστηλώνω): Η αναστήλωση ενός αρχαίου μνημείου είναι έργο δύσκολο. « Η αναστήλωση των εικόνων», η από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα αποκατάσταση το 843 των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανορθώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ανασηκώνω, αναστηλώνω, ανοικοδομώ: Ακόμη δεν τις ανόρθωσαν τις πεσμένες κολόνες. 2. αποκαθιστώ, βελτιώνω: Κατάφερε να ανορθώσει κάπως τα οικονομικά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επανιδρύω — επανίδρυσα, επανιδρύθηκα, επανιδρυμένος, μτβ. 1. ιδρύω κάτι πάλι, στήνω ξανά, αναστηλώνω. 2. μτφ., επαναφέρω σε ενέργεια ή ισχύ: Επανιδρύθηκε η Ελληνική Δημοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)