-
1 αναστηλώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) восстанавливать, реставрировать; заново возводить, воздвигать; 2) возвращать здоровье; поднимать ни ноги;1) — вставить во весь рост;αναστηλώνομαι
2) восстанавливать (свои) силы; оживать, воскресать -
2 αναστηλώνω
[анастилоно] ρ воздвигать, восстанавливать.
См. также в других словарях:
αναστηλώνω — αναστηλώνω, αναστήλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… … Dictionary of Greek
αναστηλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ανορθώνω, ξαναχτίζω ερειπωμένο κτίριο (κυρίως αρχαίο μνημείο): Αναστηλώθηκαν αρκετά από τα μνημεία της αρχαίας Πέλλας. 2. δίνω νέα δύναμη, τονώνω: Το φαΐ και το κρασί που ήπια με αναστήλωσαν. 3. το μέσ., αναστηλώνομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστήλωμα — το [αναστηλώνω] αναστήλωση … Dictionary of Greek
αναστηλωτής — ο, θηλ. αναστηλώτρια 1. άτομο που διενεργεί ή επιμελείται αναστήλωση 2. μτφ. άτομο που τονώνει το ηθικό και τα συναισθήματα, εμψυχωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναστηλώνω. Η λ., στον λόγιο πληθ. αναστηλωταί, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ανορθώνω — (AM ἀνορθῶ όω) 1. ορθώνω πάλι, στήνω πάλι όρθιο, ανοικοδομώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη του κατάσταση, στην πρώτη ακμή, αποκαθιστώ αρχ. 1. κρατώ όρθιο, υποβαστάζω 2. διορθώνω, επανορθώνω … Dictionary of Greek
επανιδρύω — ιδρύω ξανά, στήνω πάλι, ξαναχτίζω, αναστηλώνω, επανασυνιστώ … Dictionary of Greek
συνορθώ — και αττ. τ. ξυνορθῶ, όω, Α 1. (συν. σχετικά με κατεστραμμένο κτήριο) ανορθώνω, αναστηλώνω 2. μέσ. συνορθοῦμαι, όομαι ευδοκιμώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθῶ / οῦμαι «ορθώνω, ορθώνομαι, ακμάζω» (< ὀρθός)] … Dictionary of Greek
αναστήλωση — αναστήλωση, η και αναστήλωμα, το, ατος το να αναστηλώνει ή να αναστηλώνεται κανείς (βλ. αναστηλώνω): Η αναστήλωση ενός αρχαίου μνημείου είναι έργο δύσκολο. « Η αναστήλωση των εικόνων», η από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα αποκατάσταση το 843 των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανορθώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ανασηκώνω, αναστηλώνω, ανοικοδομώ: Ακόμη δεν τις ανόρθωσαν τις πεσμένες κολόνες. 2. αποκαθιστώ, βελτιώνω: Κατάφερε να ανορθώσει κάπως τα οικονομικά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επανιδρύω — επανίδρυσα, επανιδρύθηκα, επανιδρυμένος, μτβ. 1. ιδρύω κάτι πάλι, στήνω ξανά, αναστηλώνω. 2. μτφ., επαναφέρω σε ενέργεια ή ισχύ: Επανιδρύθηκε η Ελληνική Δημοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)