Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ανακατώνω

  • 1 мешать

    ρ.δ. εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω• ενοχλώ•

    не -айте мне пройти μη με εμποδίζετε να περάσω•

    он занят, не -айте ему αυτός είναι απασχολημένος, μην τον ενοχλήτε.

    εκφρ.
    не -ает – δεν πειράζει•
    не -ло бы – δε θα πείραζε ή δε θα ήταν άσχημα.
    1. εμποδίζω, στέκομαι εμπόδιο.
    2. επεμβαίνω,
    ρ.δ.μ.
    1. αναμιγνύω, ανακατώνω•

    кашу ανακατώνω το κουρκούτι•

    мешать ложечкой кофе ανακατώνω τον καφέ με το κουταλάκι.

    2. συμμιγνύω•

    мешать краски συμμιγνύω χρώματα.

    || συμφύρω•

    мешать карты ανακατώνω την τράπουλα.

    3. μπερδεύω, συγχέω•

    я их -ю, они похожи τους μπερδεύω, γιατί μοιάζουν μεταξύ τους.

    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αναμιγνυομαι, ανακατεύομαι.
    2. μπερδεύομαι.
    3. συγχύζομαι.
    εκφρ.
    ум ή рассудок -ется – συγχύζεται (θολώνει) το μυαλό•
    мешать в уме (в рассудке)κ. мешать умом (рассудком) χάνω τα λογικά μου, μου φεύγει το μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > мешать

  • 2 мешать

    меш||ать I
    несов ἐμποδίζω / ἐνοχλώ, ἀνησυχώ (беспокоить)/ στενοχωρώ (стеснять)· ◊ не \мешатьа́ет..., не \мешатьало бы... разг δέν θά πείραζε..., δέν θοταν ἄσχη-μο...
    мешать II
    несов
    1. (размешивать) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω:
    \мешать кашу ἀνακατεύω τό λαπά· \мешать у́гли в печке σκαλίζω τά κάρβουνα, ἀνακατεύω τή φωτιά στή σόμπα·
    2. (смешивать) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγχέω, μπερδεύω (путать):
    \мешать краски ἀναμιγνύω (или ἀνακατεύω) τίς μπογιές· \мешать ко́фе с цикорием ἀνακατώνω τόν καφέ μέ τό κιχώρι, \мешать вино́ с водой νερώνω τό κρασί.

    Русско-новогреческий словарь > мешать

  • 3 размешивать

    размешивать I
    несов ζυμώνω:
    \размешивать тесто́ ζυμώνω ζυμάρι· \размешивать глину ζυμώνω λάσπη.
    размешивать II
    несов
    1. (смешивать) ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω, συμφύρω:
    \размешивать сахар в ко́фе ἀνακατώνω τήν ζάχαρη μέ τόν καφέ·
    2. (помешивать чем-л.) ἀνακατώνω, ἀνασκαλεύω, σκαλίζω:
    \размешивать у́г ли σκαλίζω τά κάρβουνα.

    Русско-новогреческий словарь > размешивать

  • 4 мешать

    I.
    (быть помехой в чём-л.) εμποδίζω, ενοχλώ, παρακωλύω
    II. 1. (перемешивать, размешивать) ανακατώνω, αναδεύω 2. (соединять в одно что-л. разнородное) αναμ(ε)ιγνύω, ανακατώνω/ανακατεύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мешать

  • 5 мешать

    I мешать Ι 1) εμποδίζω 2) (докучать) ενοχλώ, πειράζω ◇ не \мешатьло бы... δε θα ήταν άσχημο να..., καλό θα ήταν να... II мешать II (смешивать) ανακατώνω, ανακατεύω
    * * *
    I
    2) ( докучать) ενοχλώ, πειράζω
    ••

    не меша́ло бы... — δε θα ήταν άσχημο να..., καλό θα ήταν να…

    II
    ( смешивать) ανακατώνω, ανακατεύω

    Русско-греческий словарь > мешать

  • 6 перемешать

    перемешать, перемешивать ανακατώνω· ανακατεύω, αναμιγνύω (смешивать вместе)
    * * *
    = перемешивать
    ανακατώνω; ανακατεύω, αναμιγνύω ( смешивать вместе)

    Русско-греческий словарь > перемешать

  • 7 смешать

    смешать, смешивать 1) ανακατώνω, ταράζω 2) (перепутать ) μπερδεύω
    * * *
    = смешивать
    1) ανακατώνω, ταράζω
    2) ( перепутать) μπερδεύω

    Русско-греческий словарь > смешать

  • 8 замешивать

    замешивать I
    несов ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω:
    \замешивать тесто ζυμώνω τό ζυμάρι.
    замешивать II
    несов (кого-л. во что-л.) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω / περιπλέκω, μπερδεύω (впутывать).

    Русско-новогреческий словарь > замешивать

  • 9 перемешать

    перемешать
    сов, перемешивать несов
    1. ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω:
    \перемешать у́гли в печке σκαλίζω τά κάρβουνα τής σόμπας·
    2. (спутывать) συγχέω, ἀνακατώνω.

    Русско-новогреческий словарь > перемешать

  • 10 путать

    путать
    несов
    1. (нитки и т. п.) μπλεκω, ἀνακατώνω, περιπλέκω·
    2. (сбивать с толку) μπερδεύω, σαστίζω (μετ.)·
    3. (смешивать) συγχέω, μπερδεύω:
    \путать разные понятия συγχέω διαφορετικές ἔννοιες·
    4. (вмешивать, вовлекать) разг ἀνακατώνω, μπλεκω, μπερδεύω, ἐμπλεκα»:
    не пу́тайте меня в это дело! μή μέ μπερδεύετε σ' αὐτή τήν ὑπόθεση!.

    Русско-новогреческий словарь > путать

  • 11 смешивать

    смеш||ивать
    несов
    1. ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγκερνώ (тк. жидкость)·
    2. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω·
    3. (перепутывать) συγχέω, μπερδεύω· \смешиватьива-ться
    1. (образовывать смесь) ἀναμιγνύομαι, ἀνακατεύομαι·
    2. (перепутываться) ἀνακατεύομαι, μπερδεύομαι· ◊ \смешиватьиваться с толпой χάνομαι μέσα στό πλήθος.

    Русско-новогреческий словарь > смешивать

  • 12 трепать

    трепать
    несов
    1. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω, μπερδεύω/ τραβολογώ (раздергивать):
    \трепать волосы ἀναμαλλιάζω, ἀνακατώνω τά μαλλιά·
    2. (похлопывать, поглаживать) χτυπώ φι-· λικά, χαϊδεύω:
    \трепать по плечу́ χτυπώ φιλικά στον ὠμο·
    3. (обувь, одежду и т. п.) разг χαλ(ν)ώ, παληὠνω (μετ.), φθείρω:
    \трепать о́бувь χαλ(ν)ώ τά παπούτσια· \трепать платье παληώνω τό φόρεμα· \трепать кни́ги φθείρω τά βιβλία·
    4. (языком) груб. γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ·
    5. (лен, коноплю) κοπανίζω, καθαρίζω· ◊ \трепать за уши τραβῶ τ' αὐτιά· \трепать за волосы τραβώ ἀπ' τά μαλλιά· его́ треплет лихорадка τόν δέρνει ὁ πυρετός· \трепать нервы кому́-л. разг ἐκνευρίζω κάποιον \трепать чье-л. имя κακολογώ, δυσφημώ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > трепать

  • 13 бултыхать

    ρ.δ.μ.
    1. βουτώ, βυθίζω, ρίχνω με παφλασμό.
    2. βλ. бултыхаться (1 σημ.).
    3. ανακατώνω•

    бултыхать молоко ανακατώνω το γάλα.

    1. πέφτω με παφλασμό.
    2. παφλάζω• ανακατεύομαι, κάνω γλου-γλου.

    Большой русско-греческий словарь > бултыхать

  • 14 замесить

    -ешу, -есишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замешенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αναμιγνύω, ανακατώνω.
    2. αρχίζω να αναμιγνύω, να ανακατώνω.
    αναμιγνύομαι, ανακατώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замесить

  • 15 месить

    мешу, месишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. мешенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.δ.μ. ανακατώνω, αναμιγνύω•

    месить глину ανακατώνω τη γλίνα.

    ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > месить

  • 16 перемесить

    -мешу, -месишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемешенный, βρ: -шен, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. ανακατώνω.
    2. ανακατώνω ξανά.

    Большой русско-греческий словарь > перемесить

  • 17 перемешать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемешанный, βρ: -шан, -а, -о.
    1. ανακατώνω, αναμιγνύω συμφύρω•

    перемешать цемент с песком ανακατώνω το τσιμέντο με τον άμμο.

    2. μετατοπίζω, αλλάζω θέση, μεταθέτω, μετακινώ. || χαλνώ τη σειρά, την τάξη.
    3. κάνω σύγχυση, μπερδεύω (εκλαμβάνω ένα πρόσωπο για άλλο).
    ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > перемешать

  • 18 перетасовать

    -сую, -суешь
    ρ.σ.μ.
    1. ανακατώνω τα παιγνιόχαρτα. || μτφ. ανασχηματίζω, ανασυγκροτώ• ανασυνιστώ• ανακατατάσσω
    2. ανακατώνω ξανά.

    Большой русско-греческий словарь > перетасовать

  • 19 подтасовать

    ρ.σ.μ. (χαρτπ.) ανακατώνω•

    карты ανακατώνω τα χαρτιά (για εξαπάτηση).

    || μτφ. διαστρεβλώνω, διαστρέφω, παραμορφώνω (σκόπιμα).,

    Большой русско-греческий словарь > подтасовать

  • 20 промесить

    ρ.σ.μ.
    1. ανακατώνω, αναμειγνύω.
    2. ανακατώνω (για ένα χρον. διάστημα).
    ανακατώνομαι, αναμειγνύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > промесить

См. также в других словарях:

  • ανακατώνω — ανακατώνω, ανακάτωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανακατώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, βλ. ανακατεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] …   Dictionary of Greek

  • εγκεράννυμι — ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α) 1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό 2. ανακατώνω 3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω …   Dictionary of Greek

  • επεγκεράννυμαι — ἐπεγκεράννυμαι (Α) αναμιγνύω επί πλέον, ανακατώνω κάτι με κάτι άλλο («πολλὴν δὲ τὴν τῶν ἐναντίων κρᾱσιν ἐπεγκεραννύμενος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκεράνυμι «ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπαρακαταμίγνυμι — και συμπαρακαταμείγνυμι Α αναμιγνύω, ανακατώνω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρα * + καταμίγνυμι «αναμιγνύω, ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

  • υποφυρώ — άω, Α συγχέω, ανακατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φυρῶ, επιτ. τ. του φύρω «αναμιγνύω, συγχέω, ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανακατεύομαι — ανακατεύομαι, ανακατεύτηκα, ανακατεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακατεύω — ανακατεύω, ανακάτεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακατώνομαι — ανακατώνομαι, ανακατώθηκα, ανακατωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»