-
1 мешать
мешать 1ρ.δ. εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω• ενοχλώ•не -айте мне пройти μη με εμποδίζετε να περάσω•
он занят, не -айте ему αυτός είναι απασχολημένος, μην τον ενοχλήτε.
εκφρ.не -ает – δεν πειράζει•не -ло бы – δε θα πείραζε ή δε θα ήταν άσχημα.1. εμποδίζω, στέκομαι εμπόδιο.2. επεμβαίνω,мешать 2ρ.δ.μ.1. αναμιγνύω, ανακατώνω•кашу ανακατώνω το κουρκούτι•
мешать ложечкой кофе ανακατώνω τον καφέ με το κουταλάκι.
2. συμμιγνύω•мешать краски συμμιγνύω χρώματα.
|| συμφύρω•мешать карты ανακατώνω την τράπουλα.
3. μπερδεύω, συγχέω•я их -ю, они похожи τους μπερδεύω, γιατί μοιάζουν μεταξύ τους.
1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αναμιγνυομαι, ανακατεύομαι.2. μπερδεύομαι.3. συγχύζομαι.εκφρ.ум ή рассудок -ется – συγχύζεται (θολώνει) το μυαλό•мешать в уме (в рассудке) – κ. мешать умом (рассудком) χάνω τα λογικά μου, μου φεύγει το μυαλό. -
2 мешать
меш||ать Iнесов ἐμποδίζω / ἐνοχλώ, ἀνησυχώ (беспокоить)/ στενοχωρώ (стеснять)· ◊ не \мешатьа́ет..., не \мешатьало бы... разг δέν θά πείραζε..., δέν θοταν ἄσχη-μο...мешать IIнесов1. (размешивать) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω:\мешать кашу ἀνακατεύω τό λαπά· \мешать у́гли в печке σκαλίζω τά κάρβουνα, ἀνακατεύω τή φωτιά στή σόμπα·2. (смешивать) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγχέω, μπερδεύω (путать):\мешать краски ἀναμιγνύω (или ἀνακατεύω) τίς μπογιές· \мешать ко́фе с цикорием ἀνακατώνω τόν καφέ μέ τό κιχώρι, \мешать вино́ с водой νερώνω τό κρασί. -
3 размешивать
размешивать Iнесов ζυμώνω:\размешивать тесто́ ζυμώνω ζυμάρι· \размешивать глину ζυμώνω λάσπη.размешивать IIнесов1. (смешивать) ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω, συμφύρω:\размешивать сахар в ко́фе ἀνακατώνω τήν ζάχαρη μέ τόν καφέ·2. (помешивать чем-л.) ἀνακατώνω, ἀνασκαλεύω, σκαλίζω:\размешивать у́г ли σκαλίζω τά κάρβουνα. -
4 мешать
I.(быть помехой в чём-л.) εμποδίζω, ενοχλώ, παρακωλύωII. 1. (перемешивать, размешивать) ανακατώνω, αναδεύω 2. (соединять в одно что-л. разнородное) αναμ(ε)ιγνύω, ανακατώνω/ανακατεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мешать
-
5 мешать
I мешать Ι 1) εμποδίζω 2) (докучать) ενοχλώ, πειράζω ◇ не \мешатьло бы... δε θα ήταν άσχημο να..., καλό θα ήταν να... II мешать II (смешивать) ανακατώνω, ανακατεύω* * *I1) εμποδίζω2) ( докучать) ενοχλώ, πειράζω••IIне меша́ло бы... — δε θα ήταν άσχημο να..., καλό θα ήταν να…
( смешивать) ανακατώνω, ανακατεύω -
6 перемешать
перемешать, перемешивать ανακατώνω· ανακατεύω, αναμιγνύω (смешивать вместе)* * *= перемешиватьανακατώνω; ανακατεύω, αναμιγνύω ( смешивать вместе) -
7 смешать
смешать, смешивать 1) ανακατώνω, ταράζω 2) (перепутать ) μπερδεύω* * *= смешивать1) ανακατώνω, ταράζω2) ( перепутать) μπερδεύω -
8 замешивать
замешивать Iнесов ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω:\замешивать тесто ζυμώνω τό ζυμάρι.замешивать IIнесов (кого-л. во что-л.) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω / περιπλέκω, μπερδεύω (впутывать). -
9 перемешать
перемешатьсов, перемешивать несов1. ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω:\перемешать у́гли в печке σκαλίζω τά κάρβουνα τής σόμπας·2. (спутывать) συγχέω, ἀνακατώνω. -
10 путать
путатьнесов1. (нитки и т. п.) μπλεκω, ἀνακατώνω, περιπλέκω·2. (сбивать с толку) μπερδεύω, σαστίζω (μετ.)·3. (смешивать) συγχέω, μπερδεύω:\путать разные понятия συγχέω διαφορετικές ἔννοιες·4. (вмешивать, вовлекать) разг ἀνακατώνω, μπλεκω, μπερδεύω, ἐμπλεκα»:не пу́тайте меня в это дело! μή μέ μπερδεύετε σ' αὐτή τήν ὑπόθεση!. -
11 смешивать
смеш||иватьнесов1. ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγκερνώ (тк. жидкость)·2. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω·3. (перепутывать) συγχέω, μπερδεύω· \смешиватьива-ться1. (образовывать смесь) ἀναμιγνύομαι, ἀνακατεύομαι·2. (перепутываться) ἀνακατεύομαι, μπερδεύομαι· ◊ \смешиватьиваться с толпой χάνομαι μέσα στό πλήθος. -
12 трепать
трепатьнесов1. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω, μπερδεύω/ τραβολογώ (раздергивать):\трепать волосы ἀναμαλλιάζω, ἀνακατώνω τά μαλλιά·2. (похлопывать, поглаживать) χτυπώ φι-· λικά, χαϊδεύω:\трепать по плечу́ χτυπώ φιλικά στον ὠμο·3. (обувь, одежду и т. п.) разг χαλ(ν)ώ, παληὠνω (μετ.), φθείρω:\трепать о́бувь χαλ(ν)ώ τά παπούτσια· \трепать платье παληώνω τό φόρεμα· \трепать кни́ги φθείρω τά βιβλία·4. (языком) груб. γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ·5. (лен, коноплю) κοπανίζω, καθαρίζω· ◊ \трепать за уши τραβῶ τ' αὐτιά· \трепать за волосы τραβώ ἀπ' τά μαλλιά· его́ треплет лихорадка τόν δέρνει ὁ πυρετός· \трепать нервы кому́-л. разг ἐκνευρίζω κάποιον \трепать чье-л. имя κακολογώ, δυσφημώ κάποιον. -
13 бултыхать
ρ.δ.μ.1. βουτώ, βυθίζω, ρίχνω με παφλασμό.2. βλ. бултыхаться (1 σημ.).3. ανακατώνω•бултыхать молоко ανακατώνω το γάλα.
1. πέφτω με παφλασμό.2. παφλάζω• ανακατεύομαι, κάνω γλου-γλου. -
14 замесить
-ешу, -есишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замешенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αναμιγνύω, ανακατώνω.2. αρχίζω να αναμιγνύω, να ανακατώνω.αναμιγνύομαι, ανακατώνομαι. -
15 месить
мешу, месишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. мешенный, βρ: -шен, -а, -оρ.δ.μ. ανακατώνω, αναμιγνύω•месить глину ανακατώνω τη γλίνα.
ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι. -
16 перемесить
-мешу, -месишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемешенный, βρ: -шен, -а, -о; ρ.σ.μ.1. ανακατώνω.2. ανακατώνω ξανά. -
17 перемешать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемешанный, βρ: -шан, -а, -о.1. ανακατώνω, αναμιγνύω συμφύρω•перемешать цемент с песком ανακατώνω το τσιμέντο με τον άμμο.
2. μετατοπίζω, αλλάζω θέση, μεταθέτω, μετακινώ. || χαλνώ τη σειρά, την τάξη.3. κάνω σύγχυση, μπερδεύω (εκλαμβάνω ένα πρόσωπο για άλλο).ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
18 перетасовать
-сую, -суешьρ.σ.μ.1. ανακατώνω τα παιγνιόχαρτα. || μτφ. ανασχηματίζω, ανασυγκροτώ• ανασυνιστώ• ανακατατάσσω2. ανακατώνω ξανά. -
19 подтасовать
ρ.σ.μ. (χαρτπ.) ανακατώνω•карты ανακατώνω τα χαρτιά (για εξαπάτηση).
|| μτφ. διαστρεβλώνω, διαστρέφω, παραμορφώνω (σκόπιμα)., -
20 промесить
ρ.σ.μ.1. ανακατώνω, αναμειγνύω.2. ανακατώνω (για ένα χρον. διάστημα).ανακατώνομαι, αναμειγνύομαι.
См. также в других словарях:
ανακατώνω — ανακατώνω, ανακάτωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… … Dictionary of Greek
ανακατώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, βλ. ανακατεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] … Dictionary of Greek
εγκεράννυμι — ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α) 1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό 2. ανακατώνω 3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω … Dictionary of Greek
επεγκεράννυμαι — ἐπεγκεράννυμαι (Α) αναμιγνύω επί πλέον, ανακατώνω κάτι με κάτι άλλο («πολλὴν δὲ τὴν τῶν ἐναντίων κρᾱσιν ἐπεγκεραννύμενος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκεράνυμι «ανακατώνω»] … Dictionary of Greek
συμπαρακαταμίγνυμι — και συμπαρακαταμείγνυμι Α αναμιγνύω, ανακατώνω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρα * + καταμίγνυμι «αναμιγνύω, ανακατώνω»] … Dictionary of Greek
υποφυρώ — άω, Α συγχέω, ανακατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φυρῶ, επιτ. τ. του φύρω «αναμιγνύω, συγχέω, ανακατώνω»] … Dictionary of Greek
ανακατεύομαι — ανακατεύομαι, ανακατεύτηκα, ανακατεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακατεύω — ανακατεύω, ανακάτεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακατώνομαι — ανακατώνομαι, ανακατώθηκα, ανακατωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής