Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ανακατώνω

  • 61 переворочать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ανακατεύω, ανακατώνω, κάνω άνω-κάτω.

    Большой русско-греческий словарь > переворочать

  • 62 перемежать

    ρ.δ.μ.
    εναλλάσσω• παρεμβάλλω• ανακατώνω•

    перемежать работу с отдыхом εναλλάσσω τη δουλειά με την ανάπαυση•

    в своей речи он -ал греческие слова со иностранными μιλώντας ελληνικά, έβαζε και ξένες λέξεις.

    1. εναλλάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. снег -лся с градом το χιόνι εναλλάσσονταν με το χαλάζι.
    2. παλ. σταματώ, παύω.

    Большой русско-греческий словарь > перемежать

  • 63 перепутать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепутанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.μ. μπερδεύω, περιπλέκω, ανακατώνω•

    перепутать нитки μπερδεύω τις κλωστές.

    || συγχέω, κάνω σύγχυση•

    перепутать фамилию κάνω σύγχυση στο επώνυμο.

    μπερδεύομαι, παθαίνω σύγχυση.

    Большой русско-греческий словарь > перепутать

  • 64 перерыть

    -рого, -роешь ρ.σ.μ.
    1. κατασκάβω•

    перерыть всё поле κατασκάβω όλο το χωράφι.

    2. σκάβω εγκαρσίως•

    перерыть дорогу канавой σκάβω αύλακα στο δρόμο.

    3. ανασκαλεύω, ανακατώνω;, перерыть все ящики в стол ανασκαλεύω όλα τα συρτάρια του τραπεζιού.

    Большой русско-греческий словарь > перерыть

  • 65 побалтывать

    ρ.δ.
    1. ανακατώνω λίγο ή πότε-πότε.
    2. αιωρώ, κουνώ.

    Большой русско-греческий словарь > побалтывать

  • 66 подмешать

    ρ.σ.μ. ανακατώνω, αναμειγνύω.

    Большой русско-греческий словарь > подмешать

  • 67 помешать

    ρ.σ.
    βλ. мешать 1.
    ρ.σ.μ. ανακατώνω λίγο, ελαφρά.

    Большой русско-греческий словарь > помешать

  • 68 примешать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. примешанный, βρ: -шан, -а, -о
    ανακατώνω, αναμειγνύω, προσμειγνύω. || μτφ. βλ. замешать (1 σημ.).
    μτφ. ενώνω, συνδέω, προσθέτω.
    προσθέτομαι, ενώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > примешать

  • 69 проболтать

    ρ.σ.
    1. ανακατώνω (για ένα χρον. διάστημα).
    2. αιωρώ. κουνώ, ταλαντεύω.
    χασομερώ•

    проболтать весь день χασομερώ όλη τη μέρα.

    ρ.σ.
    1. φλυαρώ (για ένα χρον. διάστημα).
    2. φλυαρώντας αποκαλύπτω μυστικό.
    φλυαρώ•

    Большой русско-греческий словарь > проболтать

  • 70 промешать

    ρ.σ.μ.
    1. ανακατώνω πλήρως.
    2. αναπατώνω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > промешать

  • 71 разболтать

    ρ.σ.μ.
    1. ανακατώνω, αναταράσσω, κουνώ• αναμιγνύω.
    2. ξεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε)λασκάρω•

    разболтать гайку χαλαρώνω το παξιμάδι (περικόχλιο).

    1. ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι• αναταράσσομαι, κουνιέμαι,
    2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνω, -ομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ;
    ρ.σ. φλυαρώ, αποκαλύπτω μυστικό φλυαρώντας.
    φλυαρώ.

    Большой русско-греческий словарь > разболтать

  • 72 размесить

    ρ.σ.μ. ανακατώνω, αναμειγνύω•ζυμώνω.
    ανακατώνομαι, αναμειγνύομαι-ζυμώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > размесить

  • 73 размешать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размешанный, βρ: -шан, -а, -с
    διαλύω ανακατώνοντας•

    размешать сахар в чае ανακατώνω τη ζάχαρη στο τσάι.

    ανακατώνομαι, διαλύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > размешать

  • 74 растормошить

    -шу, -ншшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растормошенный, рр: -шен, -шена, -шено;
    ρ.σ.μ.
    1. χαλνώ την τάξη, ανακατώνω, κάνω άνω—κάτω.
    2. κουνώ, σκουντώ για να ξυπνήσει.
    3. μτφ. κινώ, δραστηριοποιώ• κινητοποιώ.

    Большой русско-греческий словарь > растормошить

  • 75 растрепать

    -еплю, -еплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растрпанный, βρ: -пан, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. συμφύρω, συνονθυλεύω, ανακατώνω, κάνω άνω-κάτω, φύρδην• μίγδην.
    2. κουρελιάζω, καταρρακώνω•

    растрепать платье κουρελιάζω το φόρεμα•

    растрепать книгу κουρελιάζω το βιβλίο.

    ανακατώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > растрепать

  • 76 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 77 склочить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ. (απλ.) περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω.

    Большой русско-греческий словарь > склочить

  • 78 слить

    солью, сольшь, παρλθ. χρ. слил, -ла, -ло, προστκ. слей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слитый, βρ: слит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χύνω μαζί, ανακατώνω, αναμειγνύω• αδειάζω, εκκενώνω•

    слить молоко из двух битонов в один αδειάζω γάλα από δυο δοχεία σε ένα.

    2. συ-γκερνώ. || συντήκω (για μέταλλα).
    3. μτφ. συνενώνω, συγχωνεύω• ενοποιώ.
    4. εκχύνω, ξεχύνω.
    5. αμ. παλ. εκρέω, χύνομαι, τρέχω.
    1. (συν)ενώνομαι.
    2. μτφ. συγχωνεύομαι. || συνδέομαι στενά.
    3. βλ. ενεργ. φ. (5 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > слить

  • 79 смесить

    ρ.σ.μ. αναμιγνύω, ανακατώνω.
    αναμιγνύομαι, ανακατώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > смесить

  • 80 соединить

    ρ.σ.μ.
    1. συνδέω, (συν)ενώνω•

    -провода συνδέω τα καλώδια•

    соединить мостом συνδέω με γέφυρα•

    соединить силы συνενώνω τις δυνάμεις.

    || συναρμολογώ. || μτφ. συνάπτω•

    соединить браком συνδέω με γάμο,

    2. συνδυάζω1• соединить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη•

    соединить храбрость с хладнокровием συνδυάζω τη γενναιότητα με την ψυχραιμία.

    3. (χημ.) ενώνω•

    соединить водород с кислородом ενώνω το υδρογόνο με το οξυγόνο.

    || αναμειγνύω, ανακατώνω•

    соединить краски κάνω συνδυασμό χρωμάτων.

    1. συνδέομαι, (συν)ενώνομαι•

    концы вервки -лись οι άκρες της τριχιάς ενώθηκαν•

    соединить телефоном συνδέομαι με τηλέφωνο•

    соединить браком συνδέομαι με γάμο.

    || συναρμολογούμαι.
    2. συνδυάζομαι•

    в нём -лись разнородные способности σ αυτόν συνδυάστηκαν διαφορετικές ικανότητες,

    3. (χημ.) ενώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > соединить

См. также в других словарях:

  • ανακατώνω — ανακατώνω, ανακάτωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανακατώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, βλ. ανακατεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] …   Dictionary of Greek

  • εγκεράννυμι — ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α) 1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό 2. ανακατώνω 3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω …   Dictionary of Greek

  • επεγκεράννυμαι — ἐπεγκεράννυμαι (Α) αναμιγνύω επί πλέον, ανακατώνω κάτι με κάτι άλλο («πολλὴν δὲ τὴν τῶν ἐναντίων κρᾱσιν ἐπεγκεραννύμενος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκεράνυμι «ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπαρακαταμίγνυμι — και συμπαρακαταμείγνυμι Α αναμιγνύω, ανακατώνω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρα * + καταμίγνυμι «αναμιγνύω, ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

  • υποφυρώ — άω, Α συγχέω, ανακατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φυρῶ, επιτ. τ. του φύρω «αναμιγνύω, συγχέω, ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανακατεύομαι — ανακατεύομαι, ανακατεύτηκα, ανακατεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακατεύω — ανακατεύω, ανακάτεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακατώνομαι — ανακατώνομαι, ανακατώθηκα, ανακατωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»