-
1 αμνόν
-
2 ἀμνόν
-
3 ἱκανός
-ή,-όν + A 9-3-8-7-19=46 Gn 30,15; 33,15; Ex 4,10; 12,4; 36,7sufficient, adequate, suited Sir prol.,11; well suited Ex 4,10; sufficient, enough, many, great Hab 2,13; τὸ ἱκανόν what’s enough or sufficient Prv 25,16; ὁ ἱκανός the Mighty One (transl. of MT דישׁ Shaddai read as די/שׁ he who is sufficient) Ru 1,20.21, see also Jb 21,15, 31,2, 40,2ἱκανὸν ὅτι it’s enough that Gn 30,15; ἐὰν δὲ μὴ ἰσχύσῃ ἡ χεὶρ αὐτοῦ τὸ ἱκανὸν εἰς τὸ πρόβατον if he cannot afford the sheep Lv 5,7; ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτῆς τὸ ἱκανὸν εἰς ἀμνόν if she cannot afford a lamb Lv 12,8; οὐκ ἂν ἔκλεψαν τὰ ἱκανὰ ἑαυτοῖσ; would they not have stolen just enough? Ob 5; οἱ ἱερεῖς ἱκανοί a sufficient number of priests 2 Chr 30,3; ἱκανοί ἐστε ἐν τοῖς ἔτεσιν you are of a sufficient age 1 Mc 16,3; ἐφ᾽ ἱκανόν for a good space, far 2 Mc 7,5; ἀφ᾽ ἱκανοῦ as often as 2 Kgs 4,8*Jer 31(48),30 ἱκανὸν αὐτοῦ enough for him-דיו/ב for MT בדיו his boastingCf. BERTRAM 1958, 20-31; HARL 1986a 229.240-241; 1999 101; LE BOULLUEC 1989, 98; SPICQ 1982,345-350; TOV 1976b, 540; ZORELL 1927, 215-219; →NIDNTT; TWNT -
4 καλλιερέω
Aκεκαλλιέρηκα Ph.1.319
: [tense] plpf.ἐκεκαλλιερήκειν X. Cyr.6.4.12
: ([etym.] ἱερόν):—have favourable signs in a sacrifice, obtain good omens, of the person,κἂν καλλιερῆτε Pl.Com.51
, cf. X. l. c., IG12.45.5, etc.:—also in [voice] Med., Hdt.6.82, Isoc.14.60, X.An.5.4.22, etc.; ἐς τὸν (sc. ποταμὸν) .. ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους (where ἐς τόν is constructed with σφάζοντες) Hdt.7.113.2 c. acc., sacrifice with good omens,ταῖς Νύμφαις τὰν ἀμνόν Theoc.5.148
; καλλιερεῖν βοῦν prob. l. in Orac. ap. D.21.53;ἑαυτὸν τῷ πατρίῳ νόμῳ Plu.Alex.69
: abs.,κ. τοῖς θεοῖς X.Eq.Mag.3.1
, cf. Pl.Lg. 791a:—[voice] Med., Ar.Pl. 1181:— [voice] Pass.,ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Men.319.8
;τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι S.E.P.1.149
.II of the offering, give favourable omens, καλλιερησάντων [ τῶν ἱρῶν] Hdt.9.19; καλλιερῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο (sc. τὰ ἱρά) Id.7.134: c. inf., ; :—[voice] Med.,ὡς οὐδὲ ταῦτα ἐκαλλιερεῖτο X.HG3.1.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιερέω
-
5 τέραμνον
τέραμνον [(A)] or [full] τέρεμνον, τό, a word used esp. by E., but only in pl. and always (except once,Aτέραμνά τ' οἴκων Hipp. 418
) in lyr. passages, chamber, house, like μέλαθρα, τ. ἀπὸ νυμφιδίων Hipp. 768; παστάδων ὑπὲρ τ. Or. 1371; Περγάμων.. καταίθεται τ. Tr. 1296;ἐξ Ἀΐδα τεράμνων Alc. 457
; ἐπὶ Πυθίοις τ. Hipp. 536; ὑπὲρ τέραμνα Ph. 333: dat. sg.τεράμνῳ Maiist.12
: also in late Prose,τέρεμνα Artem. 2.10
. [- εμνα Or.1371
codd. ALP, Ph.333 codd. VA, Hipp.418 codd. exc. L, which has - α-: Maiist. l.c. corroborates the spelling - αμνον.]------------------------------------τέραμνον· [(B)] ἁπαλόν, ἑψανόν, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέραμνον
-
6 ἀρνειός
Grammatical information: m.Meaning: `ram' (Il.). Cf. ἀρνειός· ὁ τριετης κριός H. Also Pausanias 159 Erbse who cites Istros ἄρνα, εἶτα ἀμνόν, εἶτα ἀρνειόν, εἶτα λιπογνώμονα.Other forms: for ἀρνηός s. belowDialectal forms: Att. ἀρνεώς m.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Att. ἀρνεώς shows that the form must have been *ἀρνηός, which is confirmed by ἀρνηάδες (Wackernagel Akzent 32); the form with ε in Homer had to be read long. The old connection with (Ϝ)ἀρήν was rejected by Meillet IF 5, 328f., because of the meaning and because the word had no digamma. He explained it as *ἀρσν-ηϜός, to ἄρσην, as the male animal, cf. ὄιν ἀρνειόν as opposed to θῆλυν κ 572. Rather from a verb *ἀρνευω, which is confirmed by ἀρνευτήρ (s.v.); s. Bechtel Lex. As the glosses indicate, it was a designation for a certain age (Benveniste BSL 45, 103).Page in Frisk: 1,145Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρνειός
См. также в других словарях:
ἀμνόν — ἀμνός lamb masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
σφένδαμνος — (acer). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Aκεριδών, της τάξης των τερεβινθωδών. Λέγεται και άκερ και σφεντάμι. Περιλαμβάνει γύρω στα 200 είδη του βόρειου ημισφαίριου, από τα οποία ορισμένα απαντούν και στην Ελλάδα. Άλλα… … Dictionary of Greek
PASCUA — unicum Romanorum vectigal aliquandiu fuit. Plain. l. 18. c. 3. Agrum male colere, Censorium probrum iudicabatur Etiam nunc in tabulis Censortis pascua dicuntur omnia, ex quibus populus reditus habet, quia diu hoc solum vectigal fuerat. Et quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… … Dictionary of Greek
καλλιερώ — καλλιερῶ, έω (AM) παίρνω ευνοϊκά σημάδια κατά την τέλεση τής θυσίας μου, η θυσία μου στον θεό αποβαίνει ευπρόσδεκτη αρχ. 1. θυσιάζω με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκά σημεία («καλλιερήσαι ταῑς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν») 2. (για θυσία) αποβαίνω ευνοϊκή,… … Dictionary of Greek
Τζαγκαρόλας — Επώνυμο ενετικής οικογένειας της Κρήτης, μέλη της οποίας εξελληνίστηκαν με την επωνυμία Ζαγκαρόλας, Τσαγκαρόλας ή Τ. Μετά την οριστική κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, ο Φραγκίσκος Τ. εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά το 1669 και γράφτηκε στη… … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия