-
1 καλλιερέω
Aκεκαλλιέρηκα Ph.1.319
: [tense] plpf.ἐκεκαλλιερήκειν X. Cyr.6.4.12
: ([etym.] ἱερόν):—have favourable signs in a sacrifice, obtain good omens, of the person,κἂν καλλιερῆτε Pl.Com.51
, cf. X. l. c., IG12.45.5, etc.:—also in [voice] Med., Hdt.6.82, Isoc.14.60, X.An.5.4.22, etc.; ἐς τὸν (sc. ποταμὸν) .. ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους (where ἐς τόν is constructed with σφάζοντες) Hdt.7.113.2 c. acc., sacrifice with good omens,ταῖς Νύμφαις τὰν ἀμνόν Theoc.5.148
; καλλιερεῖν βοῦν prob. l. in Orac. ap. D.21.53;ἑαυτὸν τῷ πατρίῳ νόμῳ Plu.Alex.69
: abs.,κ. τοῖς θεοῖς X.Eq.Mag.3.1
, cf. Pl.Lg. 791a:—[voice] Med., Ar.Pl. 1181:— [voice] Pass.,ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Men.319.8
;τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι S.E.P.1.149
.II of the offering, give favourable omens, καλλιερησάντων [ τῶν ἱρῶν] Hdt.9.19; καλλιερῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο (sc. τὰ ἱρά) Id.7.134: c. inf., ; :—[voice] Med.,ὡς οὐδὲ ταῦτα ἐκαλλιερεῖτο X.HG3.1.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιερέω
-
2 καλλιέρημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιέρημα
-
3 καλλιέρησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιέρησις
-
4 καλλιερία
A v. καλλιαρία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιερία
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский