-
1 αμελής
[амэлис] еж небрежный, нерадивый, беззаботный, беспечный, (юр) непредумышленный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμελής
-
2 неаккуратный
неаккуратный 1) (неточный) ακατάστατος 2) (небрежный) αμελής* * *1) ( неточный) ακατάστατος2) ( небрежный) αμελής -
3 небрежный
небрежный αμελής* ακατάστατος, ατημέλητος (неряшливый)* * *αμελής; ακατάστατος, ατημέλητος ( неряшливый) -
4 нерадивый
επ., βρ: -див, -а, -оαμελής, αδιάφορος, ολίγωρος•нерадивый работник ολίγωρος υπάλληλος•
нерадивый ученик αμελής μαθητής•
-
5 неисправный
1. (испорченный) χαλασμένος, ελαττωματικός 2. (неаккуратный) ασυνεπήςαμελήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неисправный
-
6 неаккуратностьый
неаккуратность||ыйприл1. (неточный) μή ταχτικός, ἀκατάστατος·2. (небрежный) ἀμελής, τσαπατσούλικος / ἀτημέλητος, ἀπεριποίητος (об одежде). -
7 небрежный
небрежныйприл1. ἀμελής, τσαπατσούλικος, ἀφρόντιστος / ἀκατάστατος, ἀτημέλητος (в одежде):\небрежныйая работа ἡ τσαπατσούλικη δουλειά· \небрежныйый стиль τό ἀκατάστατο στυλ·2. (безразличный) ἀδιάφορος:с \небрежныйым видом μέ ἀδιάφορο ὕφος. -
8 неисполнительный
неисполнительныйприл ἀμελής. -
9 неисправностьый
неисправность||ыйприл1. (испорченный) ἐλαττωματικός, χαλασμένος, πού ἔχει βλάβη·2. (неаккуратный) ἀπρόσεκτος, ἀμελής:\неисправностьыйый плательщик ὁ κακοπληρωτής. -
10 нерадивый
неради́в||ыйприл ἀμελής, ὀλίγωρος, ἀπρόθυμος, ἀδιάφορος. -
11 халатный
халат||ныйприл ἀμελής, ἀδιάφορος, ἀμεριμνομέριμνος:\халатныйное отношение ἡ ἀδιαφορία (или ἡ ἀμέλεια) γιά κάτι. -
12 неаккуратный
[νιακκσυράτνυϊ] εκ. ακατάστατος, αμελής -
13 небрежный
[νιμπριέζνυΐ] εκ. αμελής, τσαπατσούλικος -
14 неисполнительный
[νιισπαλνίτιλ'νυΐ] εκ. αμελής -
15 неисполнительный
[νιισπαλνίτιλ'νυΐ] εκ. αμελής -
16 халатный
[χαλάτνυϊ] εκ. αμελής -
17 неаккуратный
[νιακκσυράτνυϊ] επ ακατάστατος, αμελής -
18 небрежный
[νιμπριέζνυϊ] επ αμελής, τσαπατσούλικος -
19 неисполнительный
[νιισπαλνίτιλ'νυϊ] επ αμελής -
20 неисполнительный
[νιισπαλνίτιλ'νυϊ] επ αμελής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀμελής — careless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμελής — (I) ές (Α ἀμελής) αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος 2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι»,… … Dictionary of Greek
αμελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δε φροντίζει, ο αδιάφορος: Ήταν πάντα αμελής για τις υποθέσεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμελῇς — ἀμελέω have no care for pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέλης — ἀ̱μέλης , ἀμελέω have no care for imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀμελέω have no care for imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελῆ — ἀμελής careless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμελής careless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμελής careless masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελέστερον — ἀμελής careless adverbial comp ἀμελής careless masc acc comp sg ἀμελής careless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀμελής — ἀμελής , ἀμελής careless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελεστέρων — ἀμελής careless fem gen comp pl ἀμελής careless masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελεστέρως — ἀμελής careless masc acc comp pl (doric) ἀμελής careless comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελές — ἀμελής careless masc/fem voc sg ἀμελής careless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)