-
1 ακατάστατος
[акатастатос] εκ. неустойчивый, беспорядочный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακατάστατος
-
2 неаккуратный
неаккуратный 1) (неточный) ακατάστατος 2) (небрежный) αμελής* * *1) ( неточный) ακατάστατος2) ( небрежный) αμελής -
3 небрежный
небрежный αμελής* ακατάστατος, ατημέλητος (неряшливый)* * *αμελής; ακατάστατος, ατημέλητος ( неряшливый) -
4 неисправный
-
5 переменный
επ.1. μεταβλητός, ευμετάβλητος• ασταθής, ακατάστατος•-ая погода ακατάστατος καιρός (αλλαξοκαιριά).
2. παλ. βλ. пе-рекладнби.εκφρ.- ая величина – μεταβλητό ύψος ή ποσότητα•переменный капитал – μεταβλητό κεφάλαιο•переменный ток – εναλλασσόμενο (ηλεκτρικό) ρεύμα. -
6 безалаберный
безалаберныйприл ἀσυνάρτητος, ἄτσαλος, ἀτακτος, ( ἀκατάστατος. -
7 беспорядочный
беспоряд||очныйприл ἄτακτος, ἀκατάστατος. -
8 неаккуратностьый
неаккуратность||ыйприл1. (неточный) μή ταχτικός, ἀκατάστατος·2. (небрежный) ἀμελής, τσαπατσούλικος / ἀτημέλητος, ἀπεριποίητος (об одежде). -
9 небрежный
небрежныйприл1. ἀμελής, τσαπατσούλικος, ἀφρόντιστος / ἀκατάστατος, ἀτημέλητος (в одежде):\небрежныйая работа ἡ τσαπατσούλικη δουλειά· \небрежныйый стиль τό ἀκατάστατο στυλ·2. (безразличный) ἀδιάφορος:с \небрежныйым видом μέ ἀδιάφορο ὕφος. -
10 неопрятностьый
неопрятность||ыйприл ἀκατάστατος, ἀσυγύ-ριστος, ἀτημέλητος / ἀκάθαρτος, βρώμικος (грязный):\неопрятностьыйый вид ἀτημέλητο παρουσιαστικό· \неопрятностьыйая одежда τά βρώμικα ροῦ-χα· \неопрятностьыйая тетрадь τό ἀκατάστατο τετράδιο. -
11 неустроенный
неустроенныйприл1. ἀτακτος, ἀκατάστατος/ ἀκανόνιστος· (о делах)·2. (о человеке) μή τακτοποιημένος, ἀτακτοποίη-τος. -
12 нечеткий
нечетк||ийприл δυσανάγνωστος (о написанном)/ μή καθαρός (о произношении)/ перен ἄτακτος, ἀκατάστατος (о работе)/ ἀόριστος, ἀσαφής (о мысли и т. п.):\нечеткий почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας. -
13 безалаберный
[μπιζαλάμπιρνυΐ] εκ. ακατάστατος -
14 неаккуратный
[νιακκσυράτνυϊ] εκ. ακατάστατος, αμελής -
15 неопрятный
[νιαπργιάτνυϊ] εκ. ακατάστατος -
16 безалаберный
[μπιζαλάμπιρνυϊ] επ ακατάστατος -
17 неаккуратный
[νιακκσυράτνυϊ] επ ακατάστατος, αμελής -
18 неопрятный
[νιαπργιάτνυϊ] επ ακατάστατος -
19 безалаберный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно;ακατάστατος, άτακτος, ανάκατος. -
20 беспорядочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноακατάστατος, άτακτος, ρέμπελος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκατάστατος — unstable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα … Dictionary of Greek
ακατάστατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει τάξη: Σ όλα του είναι ακατάστατος. 2. (για τον καιρό), ασταθής, αβέβαιος: Αυτές τις μέρες ο καιρός ήταν ακατάστατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταστάτως — ἀκατάστατος unstable adverbial ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάστατον — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc sg ἀκατάστατος unstable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτοις — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτοισιν — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτου — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτους — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτων — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτῳ — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)