-
1 ακυρώνω
[акироно] р. объявлять недействительным, отменять, аннулировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακυρώνω
-
2 аннулировать
ακυρώνω, καταργώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аннулировать
-
3 закомпостировать
ακυρώνω. - билет - το εισιτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закомпостировать
-
4 прокомпостировать
ακυρώνω' - билет - το εισιτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокомпостировать
-
5 расторгнуть
ακυρώνω, ματαιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расторгнуть
-
6 договор
η συμφωνί/α, το συμβόλαιο, το συμφωνητικό, (между государствами) η συνθήκη- на основе взаимности αμοι-βαία/αμφοτεροβαρής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > договор
-
7 чартер
(договор ο фрахтовании судна) η ναύλωση (του πλοίου)το ναυλοσύμφωνοсдавать судно в наём по - у δίνω/καταχωρίζω το πλοίο/σκάφος προς/για -бэрбоут - «γυμνού» (χωρίς εξαρτισμό) πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чартер
-
8 аннулировать
-
9 ликвидировать
ликвидировать διαλύω, καταργώ· ακυρώνω (отменять)' εξαλείφω (искоренять)* * *διαλύω, καταργώ; ακυρώνω ( отменять); εξαλείφω ( искоренять) -
10 отменить
отменить, отменять ματαιώνω· καταργώ, ακυρώνω (расторгнуть)' спектакль отменён η παράσταση ματαιώθηκε* * *= отменятьματαιώνω; καταργώ, ακυρώνω ( расторгнуть)спекта́кль отменён — η παράσταση ματαιώθηκε
-
11 расторгать
расторгать, расторгнуть (договор и т. п.) ακυρώνω; \расторгать брак διαλύω το γάμο* * *= расторгнуть(договор и т. п.) ακυρώνωрасторга́ть брак — διαλύω το γάμο
-
12 снять
снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα* * *1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνωснять шля́пу — βγάζω το καπέλο
2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)4) (освободить, устранить) απολύω, παύω5) ( помещение) νοικιάζω6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω7) кино γυρίζω ταινία••снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
13 расторгать
расторгатьнесов, расторгнуть сов διαλύω, ἀκυρώνω, ἀκυρώ, διαρρηγνύω:\расторгать брак διαλύω γάμο· \расторгать договор διαλύω (или ἀκυρώνω) συμβόλαιο· \расторгать соглашение ἀκυρώ τήν συμφωνία[ν], ἀκυρώ τό σύμφω-νο[ν]. -
14 кассировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. ακυρώνω απόφαση δικαστηρίου. || ακυρώνω αποτελέσματα εκλογών.ακυρώνομαι. -
15 расторгнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. расторг κ. расторгнул-ла, -ло, μτχ. παρλθ. расторгший κ. расторгнувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расторгнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. расторженный, βρ: -жен, -а, -оακυρώνω, καταργώ• ξεσχίζω διαλύω•расторгнуть соглашение ακυρώνω τη συμφωνία•
расторгнуть договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συνθήκη•
расторгнуть брак διαλύω το γάμο.
-
16 аккредитив
фин. η πιστωτική επιστολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аккредитив
-
17 вексель
το (χρεωστικό) γραμμάτι/ο, η χρεωστική συναλλαγματικήплатить - ями πληρώνωμε επιταγές/γραμμάτια-, срок платежа по которому наступает через...месяцев -, πληρωμή του οποίουαρχίζει μετά από...μήνεςавансовый - (банк.) το τραπεζικό δάνιο για εκτέλεσηέργου-акцептованный торговый - η τρα-βηκτική, συνοδεύουσα τα φορτωτικά έγγραφαкоммерческий - η εμπορική συναλλαγματική (σχετική με τη φόρτωση εμπορευμάτων)-переводный - см. траттапередаваемый - см. оборотный --погашаемый золотом -, η πληρωμή/εξαργύρωσητου οποίου γίνεται σε χρυσό-подлежащийоплате - για/προς πληρωμή/εξαργύρωσηпредъявительский -, πληρωτέο με την εμφάνιση τουсрочный - (с оплатой черезопределённый срок после предъявления) - που εξαργυρώνεται μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα από την έκδοση τουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вексель
-
18 визит
η επίσκεψ/ηнаносить - κάνω -, επισκέπτομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > визит
-
19 гарантия
η εγγύησ/ηнарушение - и αθέτηση/παραβίαση της - ηςс - ей на.. месяцев με - για. μήνεςдолгосрочная - μακράς διαρκείας, μακροπρόθεσμη -краткосрочная - μικρής διαρκείας, βραχυπρόθεσμη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гарантия
-
20 доверенность
το πληρεξούσι/ο, η εξουσιοδότηση- действительна на... дней - ισχύει για χρονικό διάστημα... ημερώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доверенность
См. также в других словарях:
ακυρώνω — ακυρώνω, ακύρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακυρώνω — (Α ἀκυρῶ, όω) κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ αρχ. 1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ 2. κάνω κάτι ανίσχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός] … Dictionary of Greek
ακυρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι άκυρο, καταργώ: Η δημοπρασία τελικά ακυρώθηκε και θα ξαναγίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
αθετώ — ( έω) (Α ἀθετῶ) θέτω κατά μέρος, παραμελώ, αγνοώ, παραβιάζω (συμφωνία, υπόσχεση ή όρκο) αρχ. 1. απορρίπτω, ακυρώνω, αρνούμαι κάτι 2. διαφωνώ 3. αδιαφορώ, περιφρονώ 4. επαναστατώ 5. γραμμ. απορρίπτω λέξη, χωρίο ή γραμματικό τύπο ως νόθο, οβελίζω.… … Dictionary of Greek
ακυροποιώ — κάνω κάτι άκυρο, ακυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος + ποιώ] … Dictionary of Greek
ακυρωτικός — ή, ό [ακυρώνω] αυτός που έχει τη δύναμη ή το δικαίωμα να ακυρώσει κάτι … Dictionary of Greek
ακυρώ — ἀκυρῶ ( όω) (Α) βλ. ακυρώνω … Dictionary of Greek
ανάδαστος — ἀνάδαστος, ον (Α) [ἀναδατέομαι] 1. αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε 2. φρ. «ἀνάδαστον ποιῶ τι», ακυρώνω, ματαιώνω, καταργώ … Dictionary of Greek
αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… … Dictionary of Greek