-
1 παραγράφω
[параграфо] р. писать слишком много, (νομ.) быть просроченным,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παραγράφω
-
2 снять
снять 1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνω· \снять шляпу βγάζω το καπέλο 2) (урожай и т. л.) σοδιάζω, συγκομίζω 3) (отменить) καταργώ* ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. η.) 4) (освободить, устранить) απολύω, παύω 5) (помещение) νοικιάζω 6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω 7) кино γυρίζω ταινία ◇ \снять мерку παίρνω τα μέτρα \сняться 1) βγάζω φωτογραφία; —ся в кино παίζω στον κινηματογράφο 2): \сняться с Якоря σαλπάρω, σηκώνω άγκυρα* * *1) βγάζω, αφαιρώ; σηκώνωснять шля́пу — βγάζω το καπέλο
2) (урожай и т. п.) σοδιάζω, συγκομίζω3) ( отменить) καταργώ; ακυρώνω, παραγράφω (выговор и т. п.)4) (освободить, устранить) απολύω, παύω5) ( помещение) νοικιάζω6) фото τραβώ φωτογραφία, φωτογραφίζω7) кино γυρίζω ταινία••снять ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
3 записать
-пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. записанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ.1. γράφω•записать доклад γράφω την εισήγηση•
записать адрес γράφω τη διεύθυνση.
2. εγγράφω (σε ταινία, δίσκο).3. εγγράφω σε κατάλογο, πρακτικό κ.τ.τ. записать сына в школу εγγράφω το γιο στο σχολείο•-ште это за мною γράψτε το στο λογαριασμό μου.
|| σημειώνω.4. γράφω στο όνομα, διαθέτω, κληροδοτώ•записать дом на жене γράφω το σπίτι στη γυναίκα.
5. μουντζουρώνω•записать всю страницу каракулями γεμίζω όλη τη σελίδα με ορνιθοσκαλίσματα.
6. αρχίζω να γράφω κλπ. ρ. βλ. писать.1. εγγράφομαι.2. παραγράφω, γράφω πολλή ώρα•-лся, шея болит παράγραψα, ο λαιμός μου πονά.
|| κουράζομαι από το πολύ γράψιμο• με τραβάει το γράψιμο.
См. также в других словарях:
παραγράφω — 1 παρέγραψα βλ. πίν. 13 2 παράγραψα βλ. πίν. 13 Σημειώσεις: παραγράφω : η έννοια διαφοροποιείται ανάλογα με το σχηματισμό του αορίστου. Με αόρ. παρέγραψα (πρόθ. παρά) έχει την έννοια του καταργώ (συνέπειες αδικήματος κτλ.). Με αόρ. παράγραψα… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραγράφω — παράγραφος line fem nom/voc/acc dual παράγραφος line fem gen sg (doric aeolic) παραγράφω write by the side pres subj act 1st sg παραγράφω write by the side pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… … Dictionary of Greek
παραγράφω — παράγραψα, παραγράφτηκα, παραγραμμένος, ακυρώνω δικαίωμα ή ματαιώνω συνέπεια αδικήματος, γιατί πέρασε πολύ χρόνος: Τα περισσότερα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται δύο χρόνια ύστερα από τη μέρα που διαπράχτηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγράφῳ — παράγραφος line fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγεγραμμένα — παραγράφω write by the side perf part mp neut nom/voc/acc pl παραγεγραμμένᾱ , παραγράφω write by the side perf part mp fem nom/voc/acc dual παραγεγραμμένᾱ , παραγράφω write by the side perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράφεσθε — παραγράφω write by the side pres imperat mp 2nd pl παραγράφω write by the side pres ind mp 2nd pl παραγράφω write by the side imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράφῃ — παραγράφω write by the side pres subj mp 2nd sg παραγράφω write by the side pres ind mp 2nd sg παραγράφω write by the side pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράψω — παραγράφω write by the side aor subj act 1st sg παραγράφω write by the side aor ind mid 2nd sg (epic ionic) παραγράφω write by the side fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγεγραμμένον — παραγράφω write by the side perf part mp masc acc sg παραγράφω write by the side perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγεγραμμένων — παραγράφω write by the side perf part mp fem gen pl παραγράφω write by the side perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)