Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακυρώνω

  • 41 контракт

    α.
    συμβόλαιο, σύμβαση, κοντράτο•

    заключить контракт κλείνω συμβόλαιο•

    расторгнуть контракт ξεσχίζω (ακυρώνω) το συμβόλαιο.

    Большой русско-греческий словарь > контракт

  • 42 нуллифицировать

    -руга, -руешь
    ρ.δ.κ.σ. μηδενίζω, εκμηδενίζω ακυρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > нуллифицировать

  • 43 отменить

    -еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отменённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    καταργώ ακυρώνω αίρω•

    отменить частную собственность на средства производства καταργώ την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής•

    отменить карточную систему καταργώ το σύστημα διανομής με δελτίο•

    отменить телесные наказания καταργώ τις σωματικές ποινές (τιμωρίες).

    || ανακαλώ•

    отменить приказание ανακαλώ διαταγή.

    || αναβάλλω•

    отменить спектакль αναβάλλω το θέαμα.

    Большой русско-греческий словарь > отменить

  • 44 отставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, αναμερίζω, μετατοπίζω, βάζω κατά μέρος•

    стол от окна αναμερίζω το τραπέζι από το παράθυρο.

    || προβάλλω, εκτείνω μπροστά, βάζω μπροστά•

    отставить ногу προβάλλω το πόδι.

    2. παλ. απομακρύνω κόβω σχέσεις. || απολύω, διώχνω•

    отставить от службы απολύω από την υπηρεσία.

    3. отставить! (παράγγελμα)• στον καιρό! σταμάτα! -τάτε! άφησε! αφήστε!•

    разговоры отставить! να σταματήσουνοι κουβέντες! || αίρω, ακυρώνω, καταργώ•

    это распоряжение уже -ли αυτή τη διαταγή πιατην ακύρωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > отставить

  • 45 приговор

    α.
    1. απόφαση•

    обвинительный приговор καταδικαστική απόφαση•

    оправдательный αθωοτική απόφαση•

    смертный приговор καταδίκη σε θάνατο (θανατική καταδίκη)•

    приговор суда присяжных απόφαση των ενόρκων•

    отменить приговор ακυρώνω την δικαστική απόφαση•

    вынести приговор βγάζω δικαστική απόφαση•

    привести в исполнение -а εκτελώ δικαστική απόφαση.

    || επίκριση, κα-δίκη.
    2. -вор ψίθυρος, σιγομίλημα, μουρμουρητό. || ρητό, απόφθεγμα, γνωμικό, παροιμία.

    Большой русско-греческий словарь > приговор

  • 46 разорвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. разорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разорванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεσχίζω, κατασχίζω, καταξεσχίζω•

    разорвать бумагу καταξεσχίζω το χαρτί•

    разорвать письмо καταξεσχίζω το γράμμα,

    μτφ. σπάζω• κόβω•

    разорвать цепи σπάζω τις αλυσίδες•

    разорвать окобы σπάζω τα δεσμά.

    || διαταράσσω•

    лай -ал тишину το γαύγισμα διατάραξετην ησυχία.

    || κατασπαράσσω•

    волк -ал обцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.

    2. ανατινάζω•

    разорвать мост ανατινάζω τη γέφυρα.

    3. μτφ. διακόπτω, κόβω•

    разорвать дипломатические отношения διακόπτω τις διπλωματικές σχέσεις•

    разорвать связь κόβω τη σύνδεση ή το δεσμό.

    || μτφ. ακυρώνω•
    договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συμφωνία.
    4. κατακομματιάζω.
    εκφρ.
    чтоб тебя -ло ή разорвало – να σκάσεις• να πάθεις κακό• από το θεό να το βρεις.
    1. ξεσχίζομαι, κατασχίζομαι.
    2. σκάζω, εκρήγνομαι•

    снаряд разорватьлся около него το βλήμα έσκασε κοντά του.

    3. μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι (για σχέσεις, δεσμό κ.τ.τ.).
    4. μτφ. προσπαθώ πάρα πολύ, βάζω όλα τα δυνατά.
    5. κατακομματιάζομαι.
    εκφρ.
    хоть -йсь! – ό,τι και να κάνεις αυτό δε γίνεται (λόγω επείγουσας, σοβαρής απασχόλησης).

    Большой русско-греческий словарь > разорвать

  • 47 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 48 уничтожить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уничтоженный, βρ: -жен, -а, -о.
    ρ.σ.μ.
    1. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω,αφανίζω•, уничтожить насекомых-вредителей καταστρέφω τα βλαβερά έντομα•

    уничтожить крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους•

    уничтожить врага εξοντώνω τον εχθρό.

    || καταργώ• διαλύω• καταστέλλω• εξαλείφω• καταλύω•

    турки -ли византийскую империю οι Τούρκοι κατέλυσαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία•

    уничтожить безработицу εξαλείφω την ανεργία•

    уничтожить мятеж καταστέλλω την εξέγερση.

    || ακυρώνω•

    уничтожить закон καταργώ νόμο•

    уничтожить обычай καταργώ συνήθεια (έθιμο).

    || μτφ. διαλύω•

    уничтожить последнюю надежду διαλύω και την τελευταία ελπίδα•

    уничтожить все сомнения διαλύω όλες τις αμφιβολίες.

    2. καταπίνω• καταβροχθίζω.
    3. μτφ. εξουθενώνω, ταπεινώνω, ξευτελίζω• συντρίβω.
    1. καταστρέφομαι, εξοντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > уничтожить

  • 49 упразднить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упразднённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    καταργώ• ακυρώνω• καταλύω•

    упразднить закон καταργώ νόμο.

    καταργούμαι, ακυρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > упразднить

См. также в других словарях:

  • ακυρώνω — ακυρώνω, ακύρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακυρώνω — (Α ἀκυρῶ, όω) κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ αρχ. 1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ 2. κάνω κάτι ανίσχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός] …   Dictionary of Greek

  • ακυρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι άκυρο, καταργώ: Η δημοπρασία τελικά ακυρώθηκε και θα ξαναγίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • αθετώ — ( έω) (Α ἀθετῶ) θέτω κατά μέρος, παραμελώ, αγνοώ, παραβιάζω (συμφωνία, υπόσχεση ή όρκο) αρχ. 1. απορρίπτω, ακυρώνω, αρνούμαι κάτι 2. διαφωνώ 3. αδιαφορώ, περιφρονώ 4. επαναστατώ 5. γραμμ. απορρίπτω λέξη, χωρίο ή γραμματικό τύπο ως νόθο, οβελίζω.… …   Dictionary of Greek

  • ακυροποιώ — κάνω κάτι άκυρο, ακυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • ακυρωτικός — ή, ό [ακυρώνω] αυτός που έχει τη δύναμη ή το δικαίωμα να ακυρώσει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ακυρώ — ἀκυρῶ ( όω) (Α) βλ. ακυρώνω …   Dictionary of Greek

  • ανάδαστος — ἀνάδαστος, ον (Α) [ἀναδατέομαι] 1. αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε 2. φρ. «ἀνάδαστον ποιῶ τι», ακυρώνω, ματαιώνω, καταργώ …   Dictionary of Greek

  • αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»