Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ακερσεκομης

См. также в других словарях:

  • ακερσεκόμης — ἀκερσεκόμης, ο (Α) 1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία) «Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134) 2. νεανίας, νέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀκερσεκόμης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκερσεκόμης — with unshorn hair masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Akersekomhs — Ἀκερσεκόμης, ου, ist ebenfalls ein Beyname des Apollo, allein, auch mit vorhergehendem in der Abstammung und Bedeutung einerley. Cf. Hesych. in Ἀκερσεκόμης. Gyrald. Synt. VII. p. 244 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ἀκερσεκόμαι — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom/voc pl (epic) ἀκερσεκόμᾱͅ , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκερσεκόμην — Ἀκερσεκόμης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκερσεκόμην — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκερσεκόμου — Ἀκερσεκόμης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκερσεκόμου — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκερσεκόμῃ — Ἀκερσεκόμης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκερσεκόμῃ — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»