-
1 ακειρεκόμης
-
2 ἀκειρεκόμης
-
3 ακειρεκομης
-
4 ἀκειρεκόμης
A = ἀκερσεκόμης, of Apollo, Pi.P.3.14, I.1.7, Philostr.Ep.16; of Asclepius, IG3.171; of Avars, APl.4.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκειρεκόμης
-
5 ακειρεκόμαι
ἀκειρεκόμηςmasc nom /voc plἀκειρεκόμᾱͅ, ἀκειρεκόμηςmasc dat sg (doric aeolic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc nom /voc plἀκειρεκόμᾱͅ, ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc dat sg (doric aeolic) -
6 ἀκειρεκόμαι
ἀκειρεκόμηςmasc nom /voc plἀκειρεκόμᾱͅ, ἀκειρεκόμηςmasc dat sg (doric aeolic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc nom /voc plἀκειρεκόμᾱͅ, ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc dat sg (doric aeolic) -
7 ακειρεκόμαν
ἀκειρεκόμᾱν, ἀκειρεκόμηςmasc acc sg (epic doric aeolic)ἀκειρεκόμηςmasc acc sgἀκειρεκόμᾱν, ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg (epic doric aeolic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg -
8 ἀκειρεκόμαν
ἀκειρεκόμᾱν, ἀκειρεκόμηςmasc acc sg (epic doric aeolic)ἀκειρεκόμηςmasc acc sgἀκειρεκόμᾱν, ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg (epic doric aeolic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg -
9 ακειρεκόμας
ἀκειρεκόμᾱς, ἀκειρεκόμηςmasc acc plἀκειρεκόμᾱς, ἀκειρεκόμηςmasc nom sg (epic doric aeolic)ἀκειρεκόμᾱς, ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc plἀκειρεκόμᾱς, ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc nom sg (epic doric aeolic) -
10 ἀκειρεκόμας
ἀκειρεκόμᾱς, ἀκειρεκόμηςmasc acc plἀκειρεκόμᾱς, ἀκειρεκόμηςmasc nom sg (epic doric aeolic)ἀκειρεκόμᾱς, ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc plἀκειρεκόμᾱς, ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 ακειρεκόμη
ἀκειρεκόμηςmasc dat sg (attic epic ionic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc dat sg (attic epic ionic) -
12 ἀκειρεκόμῃ
ἀκειρεκόμηςmasc dat sg (attic epic ionic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc dat sg (attic epic ionic) -
13 ακειρεκόμην
ἀκειρεκόμηςmasc acc sg (attic epic ionic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg (attic epic ionic) -
14 ἀκειρεκόμην
ἀκειρεκόμηςmasc acc sg (attic epic ionic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg (attic epic ionic) -
15 ακειρεκόμου
-
16 ἀκειρεκόμου
-
17 ἀκερσεκόμης
A- κόμα Pi.Pae.9.45
: dat. pl.- κόμοισιν Nonn.D.14.232
), ([etym.] κείρω, κόμη) with unshorn hair, i.e. ever-young (for Greek youths wore long hair till they reached manhood), of Phoebus, Il.20.39, h.Ap. 134, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκερσεκόμης
См. также в других словарях:
ακειρεκόμης — ἀκειρεκόμης και δωρ. ἀκειρεκόμας, ο (Α) ο ακερσεκόμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. ἀκερσεκόμης] … Dictionary of Greek
ἀκειρεκόμης — masc nom sg ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμαι — ἀκειρεκόμης masc nom/voc pl ἀκειρεκόμᾱͅ , ἀκειρεκόμης masc dat sg (doric aeolic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom/voc pl ἀκειρεκόμᾱͅ , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμην — ἀκειρεκόμης masc acc sg (attic epic ionic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμου — ἀκειρεκόμης masc gen sg ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμῃ — ἀκειρεκόμης masc dat sg (attic epic ionic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμαν — ἀκειρεκόμᾱν , ἀκειρεκόμης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀκειρεκόμης masc acc sg ἀκειρεκόμᾱν , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (epic doric aeolic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμας — ἀκειρεκόμᾱς , ἀκειρεκόμης masc acc pl ἀκειρεκόμᾱς , ἀκειρεκόμης masc nom sg (epic doric aeolic) ἀκειρεκόμᾱς , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc pl ἀκειρεκόμᾱς , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακερσεκόμης — ἀκερσεκόμης, ο (Α) 1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία) «Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134) 2. νεανίας, νέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek