-
41 ἀκειρεκόμῃ
ἀκειρεκόμηςmasc dat sg (attic epic ionic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc dat sg (attic epic ionic) -
42 ακειρεκόμην
ἀκειρεκόμηςmasc acc sg (attic epic ionic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg (attic epic ionic) -
43 ἀκειρεκόμην
ἀκειρεκόμηςmasc acc sg (attic epic ionic)ἀκερσεκόμηςwith unshorn hair: masc acc sg (attic epic ionic) -
44 ακειρεκόμης
-
45 ἀκειρεκόμης
-
46 ακειρεκόμου
-
47 ἀκειρεκόμου
-
48 ακερσεκόμη
-
49 ἀκερσεκόμῃ
-
50 ακερσεκόμηι
-
51 ἀκερσεκόμηι
-
52 ακερσεκόμην
-
53 ἀκερσεκόμην
-
54 ακερσεκόμου
-
55 ἀκερσεκόμου
-
56 ακερσοκόμης
-
57 ἀκερσοκόμης
-
58 ἀκειρεκόμης
A = ἀκερσεκόμης, of Apollo, Pi.P.3.14, I.1.7, Philostr.Ep.16; of Asclepius, IG3.171; of Avars, APl.4.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκειρεκόμης
-
59 Ἀπόλλων
Ἀπόλλων, ᾎπόλλωνος: Apollo, son of Zeus and Leto, and brother of Artemis, like her bringing sudden, painless death (see ἀγανός); god of the sun and of light, Φοῖβος, λυκηγενής, of prophecy (his oracle in Pytho, Od. 8.79), Il. 1.72, Od. 8.488; but not in Homer specifically god of music and leader of the Muses, though he delights the divine assembly with the strains of his lyre, Il. 1.603; defender of the Trojans and their capital, and of other towns in the Trojan domain, Cilla, Chryse, Il. 1.37, Il. 4.507; epithets, ἀκερσεκόμης, ἀφήτωρ, διΐφιλος, ἑκατηβόλος, ἕκατος, ἑκηβόλος, ἑκάεργος, ἰήιος, λᾶοσσόος, παιήων, χρῦσάορος, Σμινθεύς, Φοῖβος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀπόλλων
См. также в других словарях:
ακερσεκόμης — ἀκερσεκόμης, ο (Α) 1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία) «Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134) 2. νεανίας, νέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Ἀκερσεκόμης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερσεκόμης — with unshorn hair masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Akersekomhs — Ἀκερσεκόμης, ου, ist ebenfalls ein Beyname des Apollo, allein, auch mit vorhergehendem in der Abstammung und Bedeutung einerley. Cf. Hesych. in Ἀκερσεκόμης. Gyrald. Synt. VII. p. 244 … Gründliches mythologisches Lexikon
ἀκερσεκόμαι — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom/voc pl (epic) ἀκερσεκόμᾱͅ , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκερσεκόμην — Ἀκερσεκόμης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερσεκόμην — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκερσεκόμου — Ἀκερσεκόμης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερσεκόμου — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκερσεκόμῃ — Ἀκερσεκόμης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερσεκόμῃ — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)