-
1 ακίνδυνος
-
2 ἀκίνδυνος
-
3 ακινδυνος
21) не подвергающийся опасности(αἰών Pind.; βίος Eur.)
2) неопасный, безопасный(ὁδός, νόσος Plut.)
-
4 ἀκίνδυνος
ᾰκίνδῡνος, -ον1 involving no dangerἀκίνδυνοι δἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.9
βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι i. e. with no danger of my being disbelieved P. 2.66τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ P. 4.186
-
5 ακίνδυνος
η, ο [ος, ον ] безопасный -
6 ακίνδυνος
[акиндинос] εκ. безопасный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακίνδυνος
-
7 ακίνδυνος
[акиндинос] επ безопасный. -
8 ἀκίνδυνος
ἀκίνδῡν-ος, ον,A free from danger,σιγᾶς ἀ. γέρας Simon.66
;βίος Id.36
, cf. E.IA17, Th.1.124;πυρετοί Hp.Aph.7.63
; ἀρεταὶ ἀ. virtues that court no danger, i.e. cheap, easy virtues, Pi.O.6.9, cf. Th.3.40;ἀ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα Hyp. Lyc.8
: c. gen., guaranteed against risk,ἀ. παντὸς κινδύνου IG12(7).67
([place name] Amorgos), PTeb.105.18 (ii B. C.).II Adv. , Antipho 2.4.7, etc.;ἡ ἀ. δουλεία Th.6.80
; τὸ ἀ. ἀπελθεῖν αὐτούς their departure without danger to us, Id.7.68: [comp] Comp. ἀκινδυνότερον with less danger, Pl.Phd. 85d: [comp] Sup.ἀκινδυνότατα, ζῆν X.Mem.2.8.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκίνδυνος
-
9 ἀκίνδῡνος
ἀ-κινδῡνί, ἀ-κίνδῡνος, gefahrlos -
10 tehlikesiz
ακίνδυνος -
11 ακινδυνότερον
ἀκινδῡνότερον, ἀκίνδυνοςfree from danger: adverbial compἀκινδῡνότερον, ἀκίνδυνοςfree from danger: masc acc comp sgἀκινδῡνότερον, ἀκίνδυνοςfree from danger: neut nom /voc /acc comp sg -
12 ἀκινδυνότερον
ἀκινδῡνότερον, ἀκίνδυνοςfree from danger: adverbial compἀκινδῡνότερον, ἀκίνδυνοςfree from danger: masc acc comp sgἀκινδῡνότερον, ἀκίνδυνοςfree from danger: neut nom /voc /acc comp sg -
13 безвредный
-
14 безопасный
-
15 ακινδυνοτάτη
ἀκινδῡνοτάτη, ἀκίνδυνοςfree from danger: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ἀκινδῡνοτάτῃ, ἀκίνδυνοςfree from danger: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
16 ακινδυνοτέρα
ἀκινδῡνοτέρᾱ, ἀκίνδυνοςfree from danger: fem nom /voc /acc comp dualἀκινδῡνοτέρᾱ, ἀκίνδυνοςfree from danger: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
17 ἀκινδυνοτέρα
ἀκινδῡνοτέρᾱ, ἀκίνδυνοςfree from danger: fem nom /voc /acc comp dualἀκινδῡνοτέρᾱ, ἀκίνδυνοςfree from danger: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
18 ακινδυνοτέρας
ἀκινδῡνοτέρᾱς, ἀκίνδυνοςfree from danger: fem acc comp plἀκινδῡνοτέρᾱς, ἀκίνδυνοςfree from danger: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
19 ἀκινδυνοτέρας
ἀκινδῡνοτέρᾱς, ἀκίνδυνοςfree from danger: fem acc comp plἀκινδῡνοτέρᾱς, ἀκίνδυνοςfree from danger: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
20 ακινδυνοτέρων
ἀκινδῡνοτέρων, ἀκίνδυνοςfree from danger: fem gen comp plἀκινδῡνοτέρων, ἀκίνδυνοςfree from danger: masc /neut gen comp pl
См. также в других словарях:
ακίνδυνος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους συναθλητές του αγίου Βίκτορα με τον οποίο συνεορτάζει στις 20 Απριλίου. 2. Συναθλητής του αγίου Αγαθονίκου και των «συν αύτω». Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 3. Καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
ἀκίνδυνος — ἀκίνδῡνος , ἀκίνδυνος free from danger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακίνδυνος — η, ο επίρρ. α χωρίς κίνδυνο, ασφαλής: Τώρα πια θεωρούσε το ζώο αυτό ακίνδυνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ακίνδυνος, Γρηγόριος — (Πρίλαπος Μακεδονίας 1300; – 1349;). Βυζαντινός θεολόγος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, έζησε για λίγο στο Άγιον Όρος και τελικά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έλαβε ενεργό μέρος στην έριδα του Ησυχασμού που συντάραζε τότε… … Dictionary of Greek
ἀκινδυνότερον — ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger adverbial comp ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger masc acc comp sg ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
ακινδυνώδης — ἀκινδυνώδης, ες (Α) [ἀκίνδυνος] αυτός που δεν έχει επικίνδυνη όψη, που φαίνεται ακίνδυνος … Dictionary of Greek
ἀκινδυνοτέρα — ἀκινδῡνοτέρᾱ , ἀκίνδυνος free from danger fem nom/voc/acc comp dual ἀκινδῡνοτέρᾱ , ἀκίνδυνος free from danger fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινδυνοτέρας — ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος free from danger fem acc comp pl ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος free from danger fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινδυνοτέρων — ἀκινδῡνοτέρων , ἀκίνδυνος free from danger fem gen comp pl ἀκινδῡνοτέρων , ἀκίνδυνος free from danger masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινδυνότατα — ἀκινδῡνότατα , ἀκίνδυνος free from danger adverbial superl ἀκινδῡνότατα , ἀκίνδυνος free from danger neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)