-
1 tehlikesiz
ακίνδυνος -
2 безвредный
-
3 безопасный
-
4 безвредность
η αβλάβεια, το αβλαβές, το ακίνδυνο-ый αβλαβής, ακίνδυνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > безвредность
-
5 безопасный
ασφαλής, ακίνδυνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безопасный
-
6 небезопасный
όχι ακίνδυνοςεπισφαλήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > небезопасный
-
7 неопасно
ακίνδυναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неопасно
-
8 безопасный
безопасн||ыйприл ἀσφαλής, ἀκίνδυνος. -
9 неопасный
неопасныйприл ἀκίνδυνος, μή ἐπικίνδυνος. -
10 harmless
adjective (not dangerous or liable to cause harm: Don't be frightened of that snake - it's harmless.) αβλαβής,ακίνδυνος -
11 safe
I 1. [seif] adjective1) ((negative unsafe) protected, or free (from danger etc): The children are safe from danger in the garden.) ασφαλής2) (providing good protection: You should keep your money in a safe place.) ασφαλής3) (unharmed: The missing child has been found safe and well.) σώος4) (not likely to cause harm: These pills are safe for children.) ακίνδυνος5) ((of a person) reliable: a safe driver; He's a very fast driver but he's safe enough.) αξιόπιστος•- safeness- safely
- safety
- safeguard 2. verb(to protect: Put a good lock on your door to safeguard your property.) προστατεύω,διασφαλίζω- safety lamp
- safety measures
- safety-pin
- safety valve
- be on the safe side
- safe and sound II [seif] noun(a heavy metal chest or box in which money etc can be locked away safely: There is a small safe hidden behind that picture on the wall.) χρηματοκιβώτιο -
12 неопасный
[νιαπάσνυϊ] εκ. ακίνδυνος -
13 неопасный
[νιαπάσνυϊ] επ ακίνδυνος -
14 безопасный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноακίνδυνος, ασφαλής, ανεπισφαλής, σίγουρος. -
15 лёгкий
επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.1. ελαφρός•лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•
лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.
|| εύπεπτος•-ая пища ελαφρά τροφή.
2. άνετος, ελεύθερος•-ая походка ελαφρό βάδισμα.
3. εύκολος•лёгкий урок εύκολο μάθημα•
-ая работа εύκολη δουλειά•
-ие роды εύκολη γέννα.
4. αδύνατος, ασήμαντος•лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•
лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•
лёгкий туман αραιά ομίχλη.
|| λεπτός•-ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.
|| μικρής έντασης, αδύνατος•-сон ελαφρός ύπνος.
|| μη δραστικός•-ое вино ελαφρό κρασί•
лёгкий табак ελαφρός καπνός.
|| ακίνδυνος, μη σοβαρός•-ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.
5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.6. βολικός, καλόβουλος•лёгкий человек βολικός άνθρωπος.
7. μικρός, ευκίνητος•-ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•
-ая кавалерия ελαφρό ιππικό.
εκφρ.-ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•- ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•-ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής). -
16 небезопасный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно, επισφαλής, επικίνδυνος, όχι ακίνδυνος. || επιβλαβής, βλαβερός. -
17 неопасный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноακίνδυνός•-ое путешествие ακίνδυνο ταξίδι,.
μη επικίνδυνος, εκτός κινδύνου•неопасный больной о.άρρωστος είναι εκτός κινδύνου.
-
18 обезвреживать
-
19 Danger
subs.Dangerous enterprise: P. and V. κινδύνευμα, τό (Plat.).In time of danger: P. and V. ἐν τοῖς δεινοῖς, ἐπὶ τοῖς δεινοῖς.Loving danger, adj.: P. φιλοκίνδυνος.Share dangers ( with), v.: P. συγκινδυνεύειν (absol. or dat.), συνδιακινδυνεύειν (μετά, gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Danger
-
20 Risk
subs.Dangerous enterprise: P. and V. κινδύνευμα, τό (Plat.).Run risks: Ar. and P. κινδυνεύειν, παρακινδυνεύειν, ἀποκινδυνεύειν, P. διακινδυνεύειν, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, V. τρέχειν ἀγῶνα, κίνδυνον ἀναβάλλειν, κίνδυνον ῥίπτειν.I withdrew the money for them at the risk of my life: P. ἐξεκόμισα αὐτοῖς τὰ χρήματα κινδυνεύσας περὶ τοῦ σώματος (Isoc. 388A).Share a risk with others, v.: P. συγκινδυνεύειν (absol. or dat.), συνδιακινδυνεύειν μετά (gen.).——————v. trans.Hazard: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, παρακινδυνεύειν, κινδυνεύειν (dat. or περί, gen.), P. ὑποτιθέναι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν; see also Endanger.Risk everything: P. διακινδυνεύειν (absol.).Risking war against the Argives: V. κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη (Eur., Rhes. 446).Who will risk incurring reproaches: V. τίς παραρρίψει... ὀνείδη λαμβάνων (Soph., O.R. 1493).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Risk
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ακίνδυνος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους συναθλητές του αγίου Βίκτορα με τον οποίο συνεορτάζει στις 20 Απριλίου. 2. Συναθλητής του αγίου Αγαθονίκου και των «συν αύτω». Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 3. Καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
ἀκίνδυνος — ἀκίνδῡνος , ἀκίνδυνος free from danger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακίνδυνος — η, ο επίρρ. α χωρίς κίνδυνο, ασφαλής: Τώρα πια θεωρούσε το ζώο αυτό ακίνδυνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ακίνδυνος, Γρηγόριος — (Πρίλαπος Μακεδονίας 1300; – 1349;). Βυζαντινός θεολόγος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, έζησε για λίγο στο Άγιον Όρος και τελικά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έλαβε ενεργό μέρος στην έριδα του Ησυχασμού που συντάραζε τότε… … Dictionary of Greek
ἀκινδυνότερον — ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger adverbial comp ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger masc acc comp sg ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
ακινδυνώδης — ἀκινδυνώδης, ες (Α) [ἀκίνδυνος] αυτός που δεν έχει επικίνδυνη όψη, που φαίνεται ακίνδυνος … Dictionary of Greek
ἀκινδυνοτέρα — ἀκινδῡνοτέρᾱ , ἀκίνδυνος free from danger fem nom/voc/acc comp dual ἀκινδῡνοτέρᾱ , ἀκίνδυνος free from danger fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινδυνοτέρας — ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος free from danger fem acc comp pl ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος free from danger fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινδυνοτέρων — ἀκινδῡνοτέρων , ἀκίνδυνος free from danger fem gen comp pl ἀκινδῡνοτέρων , ἀκίνδυνος free from danger masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινδυνότατα — ἀκινδῡνότατα , ἀκίνδυνος free from danger adverbial superl ἀκινδῡνότατα , ἀκίνδυνος free from danger neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)