-
1 άικος
-
2 ἄικος
-
3 γυνά
1 womanἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι N. 10.10
γυν]αικῶν ἑδνώσεται[ Pae. 4.4
ἀνδρὸς δοὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3. the women of Lemnos, who killed their husbands:Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας O. 4.20
“ ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (sc. Εὔφαμος) P. 4.50Λαμνιᾶν τἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων P. 4.252
servant women: “ κωκυτῷ γυναικῶν” P. 4.113ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας N. 1.49
temple prostitutes: ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15. equivalent to παρθένος: “ θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” of Cyrene P. 9.30 οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν the daughter of Antaios P. 9.105 esp. wife: νηλὴς γυνά Klytaimnestra P. 11.22ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα N. 9.17
γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν (pl. pro sing.: Dionysos, son of Zeus and Semele is meant) fr. 75. 12. -
4 δόχμιος
A across, aslant,δόχμια.. ἦλθον Il.23.116
, cf. E Or. 1261 (lyr.);δ. κέλευθον ἐμβάνειν Id.Alc.1000
(lyr.), cf. 575 (lyr.);πέσε δ. A.R.1.1169
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δόχμιος
-
5 καλλιγύναιξ
A with beautiful women, poet. word, only in obl. cases, Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ., Il.2.683, 3.75, Od.13.412: gen., Sapph.[26]: dat., Pi.P.9.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιγύναιξ
-
6 πολυάϊκος
πολῠ-άϊκος, ον,A = πολυᾶϊξ, Sch.E.Med.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυάϊκος
-
7 Πτολεμαϊκός
A of Ptolemy or the Ptolemies, ; (i A.D.), Poll.9.85: hence Πτολεμαϊκά, τά, Ptolemaic coins, IG7.303.91 (Orop.).2 οἱ Π. βασιλεῖς kings of the Ptolemaic dynasty, Str. 2.5.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πτολεμαϊκός
-
8 τεταρταϊκός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεταρταϊκός
-
9 τριταϊκός
A belonging to a tertian fever ([etym.] τριταῖος πυρετός), like one, Dsc.Eup. 2.18, al. Adv.- κῶς Aët.12.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριταϊκός
-
10 Ἀθηναϊκός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀθηναϊκός
-
11 ἄϊξ
-
12 ἡμιγύναιξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιγύναιξ
См. также в других словарях:
ἄικος — ἄιξ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AQUA — I. AQUA Vide infra Daphne. II. AQUA ab Dorico αἰκὸς, h. e. aequus sive levis, Voss. Orat. Institut. l. 4. c. 6. Etsi nec absurde Caes. Scaliger in Theophr. de Plant. L. 1. ubi et Graecos sic appellâsse antiquitus, colligit ex nomine ᾿αχελῶος. Ob… … Hofmann J. Lexicon universale
άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
αγύναιξ — ἀγύναιξ ( αικος), ο (Α) ο αγύναικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γυνή] … Dictionary of Greek
κλαξ — κλᾴξ, ακός και κλάιξ, άικος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κλειδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τοῦ κλείς, που εμφανίζει υπερωικό τερματικό στοιχείο κ ] … Dictionary of Greek
πολυάϊκος — ον, Α πολυᾱϊξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + άϊκος (< ἀίσσω «αναπηδώ, σκιρτώ», πρβλ. ἀική)] … Dictionary of Greek
τριχάϊκες — οἱ, Α (ως προσωνυμία τών Δωριέων οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, στους Ὑλλῆς, τους Δυμᾱνες και τους Παμφύλους) οι διηρημένοι στα τρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τριχάϊκες (< *τριχα Fικ… … Dictionary of Greek
φιλογύναικες — οἱ, Α αυτοί που τούς αρέσουν πολύ οι γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γύναικες, πληθ. τού γύναιξ (< γυνή, αικός, βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. πρωτο γύναικες] … Dictionary of Greek