Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αεροπορική

  • 41 авиабаза

    авиа||база
    ж ἡ ἀεροπορική βάση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > авиабаза

  • 42 авиалиния

    авиалиния
    ж ἡ ἀεροπορική γραμμή.

    Русско-новогреческий словарь > авиалиния

  • 43 авиаразведка

    авиаразведка
    ж ἡ ἀεροπορική ἀναγνώριση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > авиаразведка

  • 44 атака

    атак||а
    ж воен. ἡ ἐπίθεση [-ις]/ перен разг ἡ προσβολή:
    фланговая \атака ἡ πλευρική ἐπίθεση [-ις]; воздушная \атака ἡ ἀεροπορική ἐπίθεση [-ις]; штыковая \атака ἡ ἔφοδος μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη[ν]; танковая \атака ἡ ἐπίθεση [-ις] ἀρμἀτων μάχης (или μέ τἀνκς); кавалерийская \атака ἡ ἐπέλαση ἰππικοῦ; психическая \атака ἡ ψυχική προσβολή; идти в \атакау κἀνω ἐπίθεση, ἐπιτίθεμαι; отразить \атакау ἀποκρούω ἐπίθεση.

    Русско-новогреческий словарь > атака

  • 45 аэроклуб

    аэроклуб
    м ἡ ἀερολέσχη, ἡ ἀεροπορική λέσχη.

    Русско-новогреческий словарь > аэроклуб

  • 46 база

    ба́з||а
    ж
    1. (основа, основание) ἡ βάση [-ις], τό θεμέλιο[ν]:
    экономическая (энергетическая) \база ἡ οἰκονομική (ή ἐνεργειακή) βάση; материальная \база ἡ ὑλική βάση; сырьевая \база ἡ βάση πρώτων ὑλῶν; на \базае чего-л. ἐπί τῆ βάσει, πάνω στή βάση;
    2. воен. ἡ βάση [-ις]:
    военно-морская \база ἡ ναυτική βάση; военно-возду́ш-ная \база ἡ ἀεροπορική βάση;
    3. (склад) ἡ ἀποθήκη;
    4. (туристическая и т. п.) ἡ βάση [-ις], ὁ σταθμός:
    экскурсионная \база ὁ ἐκδρομικός σταθμός.

    Русско-новогреческий словарь > база

  • 47 летный

    летн||ый
    прил
    1. (годный для полета) εὐνοϊκός γιά πτήση:
    \летныйая погода ὁ εὐνοϊκός καιρός γιά πτήση·
    2. (относящийся к воздухоплаванию) ἀεροπορικός:
    \летныйая школа́ἡ ἀεροπορική σχολή· \летныйое дело ἡ ἀεροπορία, ἡ ἀεροναυτιλία· \летныйое поле τό ἀεροδρόμιο[ν], τό ἀεροπορικό γήπεδο· \летныйая площадка τό πεδίο ἀπογειώσεως.

    Русско-новогреческий словарь > летный

  • 48 налет

    налет
    м
    1. ἡ ἐπιδρομή / ἡ ληστεία, ἡ διαρπαγή (грабителей):
    возду́шный \налет ἡ ἀεροπορική ἐπιδρομή·
    2. (слой) τό κα-τακάθι / ἡ πάτινα (на бронзе)! στρώμα σκόνης (на растениях, фруктах)·
    3. перен ἡ δόση [-ις], ἡ μικρή δόση:
    с \налетομ сентиментальности μέ μικρή δόση συναισθηματισμοί
    4. мед. τό ἐπίχρισμα· ◊ с \налета ξαφνικά, αίφνιδίως, ἀναπάντεχα.

    Русско-новогреческий словарь > налет

  • 49 разведка

    развед||ка
    ж
    1. воен. ἡ ἀνίχνευση [-ις], ἡ ἀναγνώριση [-ις]:
    возду́шная \разведка ἡ ἐναέριος (или ἀεροπορική) ἀναγνώριση· \разведка боем ἡ ἀνιχνευτική κρούση, ἡ κρούση γιά ἀναγνώριση· вести́ \разведкаку κάνω ἀναγνώριση, κάνω ἀνίχνευση· отправляться в \разведкаку πηγαίνω γιά ἀνίχνευση·
    2. геол. ἡ ἐξερεύνηση [-ις] (τοῦ ὑπεδάφους)·
    3. (организация) ἡ κατασκοπεία:
    служить в \разведкаке ὑπηρετώ στήν κατασκοπεία.

    Русско-новогреческий словарь > разведка

  • 50 рейд

    рейд I
    м мор. τό ἀραξοβόλι, τό ἀγκυ-ροβόλιον, ἡ ράδα.
    рейд II
    м воен., перен ἡ διείσδυση, ἡ ἐπιδρομή, ἡ ἐπίθεση:
    воздушный -\рейд ἡ ἀεροπορική ἐπιδρομή.

    Русско-новогреческий словарь > рейд

  • 51 сообщение

    сообщени||е
    с
    1. (известие) ἡ ἀνακοί-νωση [-ις], ἡ εἰδηση [-ις], ἡ κοινοποίηση[-ις]:
    официальное \сообщение ἡ ἐπίσημη ἀνακοίνωση· по последним \сообщениеям печати σύμφωνα μέ τίς τελευταίες πληροφορίες τοῦ τύπου·
    2. (связь) ἡ ἐπικοινωνία, ἡ συγκοινωνία:
    пути́ \сообщениея οἱ συγκοινωνίες' железнодорожное \сообщение ἡ σιδηροδρομική συγκοινωνία· воздушное \сообщение οἱ ἀεροπορική συγκοινωνία· телефонное \сообщение ἡ τηλεφωνική ἐπικοινωνία

    Русско-новогреческий словарь > сообщение

  • 52 транспорт

    транспорт I
    м
    1. (перевозка) ἡ μεταφορά, ἡ μετακόμιση [-ις]:
    \транспорт хлеба ἡ μεταφορά σίτου·
    2. (средства перевозки) τά μέσα μεταφορδς, ἡ συγκοινωνία:
    водный \транспорт ἡ θαλάσσια συγκοινωνία· воздушный \транспорт ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· городской \транспорт ἡ ἀστική συγκοινωνία, τά ἀστικά μεταφορικά μέσα· подземный \транспорт ὁ ὑπόγειος ἡλεκτρικός σιδηρόδρομος· железнодорожный \транспорт ὁ σιδηρόδρομος·
    3. (партия грузов) τό φορτίο·
    4. воен. ἡ ἐφοδιοπο-μπή, τά μεταγωγικά:
    санитарный \транспорт τά ὑγειονομικά μεταγωγικά·
    5. мор. (судно) τό φορτηγό πλοίο.
    транспорт II
    м бухг. ἡ μεταφορά (ποσοῦ ἡ ἀθροίσματος).

    Русско-новогреческий словарь > транспорт

  • 53 αεροπορικός

    η, ό[ν] авиационный;

    αεροπορικό ταχυδρομείο — авиапочта;

    αεροπορική βάση — авиабаза

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αεροπορικός

  • 54 αναγνώριση

    [-ις (-εως)] η
    1) узнавание; опознание; 2) признание, известность;

    κατακτώ τη γενική αναγνώριση — получать всеобщее признание;

    3) воен. рекогносцировка; разведка;

    εκτελώ (κάνω) αναγνώριση — а) проводить рекогносцировку; — б) вести разведку;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναγνώριση

  • 55 βάση

    [-ις (-εως)] η
    1) основание; фундамент; опора;

    στη βάση τού μνημείου — у основания памятника;

    2) основание, причина, мотив;

    νόμιμη βάση — законное основание;

    επί τη βάσει τού νόμου... — на законном основании;

    3) база, основа;

    υλική (ενεργειακή) βάση — материальная (энергетическая) бгш;

    βάση πρώτων υλών — сырьевая база;

    παίρνω σαν βάση — или αποδέχομαι ως βάσιν — принимать за основу;

    βάζω τίς βάσεις — закладывать основы;

    έχω βάσηбазироваться (на чём-л.);

    4) перен. база, основа, подготовка;

    είχε καλές βάσεις από το δημοτικό — у него была хорошая подготовка ещё с начальной школы;

    5) воен, база;

    πυραυλικές βάσεις — или βάσεις πυραύλων — ракетные базы;

    ναυτική βάση — военно-морская база;

    αεροπορική βάση — военно-воздушная база;

    6) проходной балл (на конкурсных экзаме- нах);

    δέν έλαβε την βάση — он не набрал нужного количества очков;

    7) ставка;

    τιμολογικές βάσεις — тарифные ставки;

    8) тех станина; шасси;
    9) филос, базис;

    η βάση και το εποικοδόμημα — базис и надстройка;

    10) хим., мат. основание;
    11) анат. основание;

    βάση κρανίου — основание черепа;

    12) πλ. основы;

    βάσεις τού μαρξισμού-λενινισμού — основы марксизмаленинизма;

    13) πλ. устои;

    βάσεις της κοινωνίας — устои общества;

    ηθικές βάσεις — нравственные устои;

    έχει ηθικές βάσεις — он человек высокой нравственности;

    § βάζω ( — или δίδω) βάση σε... — доверять, верить, полагаться;

    επί τη βάσει... — или βάσει... (με γεν.) — на основе, на базе чего-л., на основании чего-л., исходя из...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάση

  • 56 γραμμή

    η 1.
    1) прям., перен. линия;

    ευθεία (καμπύλη) γραμμή — прямая (кривая) линия;

    οροθετική γραμμή — демаркационная линия, граница;

    γραμμή του ορίζοντος — линия горизонта;

    αμυντική (σκοπευτική) γραμμή — линия обороны (прицела);

    γραμμή του πυρός — линия огня;

    λευκή γραμμή анат. — белая линия;

    χαράσσω γραμμές — линовать;

    2) черта, штрих;
    πλ. контур, очертание;

    τραβώ μιά γραμμή — провести черту;

    3) строка;
    4) ряд, строй, шеренга;

    βάζω στη γραμμή — выстраивать в одну линию, ставить в ряд;

    μπαίνω στη γραμμή — вставить в строй, строиться;

    πυκνώνω τίς γραμμές — воен, а) сомкнуть ряды; — б) вступать в ряды;

    5) линия, путь;

    γραμμή σιδηροδρομική (τροχιοδρομική) — железнодорожная (трамвайная) линия;

    γραμμ ατμοπλοϊκή — пароходное сообщение;

    αεροπορική γραμμή — авиалиния;

    γραμμή διανομής ηλεκτρ;

    κου ρεύματος линия электропередачи;

    εγκαθιστώ τηλεγραφική γραμμή — проводить телеграфную линию;

    δεν μού έδωσαν γραμμή στο τηλέφωνο — меня не соединили по телефону;

    6) перен. линия, направление; курс;

    γενική γραμμή τού κόμματος — генерёльная линия партии;

    7) качество, достоинство, ценность;

    κρασί πρώτης γραμμης — вино высшего качества;

    § πλοία της γραμμής — с) линейные корабли; — б) рейсовые суда;

    σώμα με ωραίες γραμμές — стройная фигура;

    σε γενικές γραμμές — или εν γενικαίς γραμμαίς — сжато, в общих чертах;

    αναγινώσκω μεταξύ των γραμμών — или διαβάζω ανάμεσα στίς γραμμές — читать между строк;

    συσφίγγω ( — или συσπειρώνω) τίς γραμμές — сплачивать ряды;

    2. επίρρ.
    1) прямо;

    πάω ( — или τραβάω) γραμμή στο σπίτι — идти прямо домой;

    2) подряд; по порядку;

    τα παίρνω όλα ( — или τούς παίρνω όλους) γραμμ — брать всё подряд, без раэбора

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γραμμή

  • 57 επιδρομή

    η
    1) вторжение, агрессия; нашествие (тж. перен.);

    επιδρομή αρουραίων (ακρίδων) — нашествие мышей (саранчи);

    2) налёт; набег; наскок;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιδρομή

  • 58 προστασία

    η
    1) защита, охрана; покровительство; заступничество;

    προστασία της εργασίας — охрана труда;

    προστασία της υγείας — здравоохранение;

    αναλαβαίνω την προστασία — а) вставать на защиту; — б) обяз'аться защищать;

    ζητώ προστασία — искать защиты;

    παίρνω υπό την προστασίαν μου — брать под своё покровительство, под свою защиту, защищать;

    έχω υπό την προστασία μου — покровительствовать (кому-л.);

    μένω δίχως προστασία — оставаться беззащитным;

    2) протекция;
    3) воен, прикрытие; охранение; обеспечение;

    αεροπορική προστασία — прикрытие с воздуха;

    υπό την προστασίαν — под прикрытием...; — под защитой...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προστασία

  • 59 συγκοινωνία

    η сообщение; связь; коммуникация; транспорт;

    ταχτική συγκοινωνία — регулярное сообщение;

    αεροπορική (σιδηροδρομική) συγκοινωνία — воздушное (железнодорожное) сообщение, воздушный (железнодорожный) транспорт;

    αστική (θαλάσσια) συγκοινωνίαгородской (водный или морской) транспорт;

    ταχυδρομική (τηλεφωνική) συγκοινωνία — почтовая (телефонная) связь;

    συγκοινωνία αγγείων — сообщение сосудов;

    συγκοινωνία δωματίων — анфилада комнат;

    μέσα συγκοινωνίας — а) средства сообщения, коммуникации; — транспорт; — б) средства связи;

    διακόπτω τη συγκοινωνία — перерезать коммуникации;

    Υπουργείο Συγκοινωνίας министерство путей сообщения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συγκοινωνία

  • 60 aerobatics

    [eərə'bætiks]
    (acrobatics performed by an aircraft or high in the air.) αεροπορική επίδειξη

    English-Greek dictionary > aerobatics

См. также в других словарях:

  • Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • Hellenic Aerospace Industry — Infobox Company company name = HELLENIC AEROSPACE INDUSTRY (HAI) Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) company company type = Defence and Advanced Technology genre = foundation = 1975 founder = Greek State location city = flagicon|GRE Tanagra… …   Wikipedia

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κερκύρας, νομός — Νομός (641 τ. χλμ., 111.975 κάτ.) της περιφέρειας Ιονίων Νήσων με πρωτεύουσα την Κέρκυρα. Η επικράτειά του περιλαμβάνει το ομώνυμο νησί, τα νησιά Παξοί, Αντίπαξοι, Οθωνοί, Μαθράκι, Ερεικούσα και τις νησίδες Άγιος Νικόλαος, Πτυχία, Ποντικονήσι,… …   Dictionary of Greek

  • Military police — The Singapore Armed Forces Military Police Command providing security coverage at the Padang in Singapore during the National Day Parade in 2000 …   Wikipedia

  • Helios Airways Flight 522 — Artist s depiction of 5B DBY being met by two F 16s of the Hellenic Air Force at 34000 ft Accident summary Date …   Wikipedia

  • Hellenic Aerospace Industry — (HAI) (griechisch Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία Α.Ε.) ist ein griechisches Unternehmen der Luftfahrtindustrie mit Sitz in Tanagra. Neben der Zulieferung von Bauteilen hat sich das Unternehmen auf den Bau von unbemannten Flugzeugen… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»