-
61 air-raid
noun (an attack by aircraft.) αεροπορική επιδρομή -
62 airline
noun ((a company that owns) a regular air transport service: Which airline are you travelling by?) αεροπορική εταιρία -
63 airway
noun (a regular course followed by aircraft.) αεροπορική γραμμή, αεροπορικό δρομολόγιο -
64 αεροπορία
[аэропориа] ουσ. Θ. авиация, αεροπορική βάση: авиабазаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αεροπορία
-
65 авиабаза
[αβιαμπάζα] ουσ. θ. αεροπορική βάση -
66 авиалиния
[αβιαλίνιγια] ουσ. θ. αεροπορική γραμμή -
67 αεροπορία
[аэропориа] ουσ θ авиация, αεροπορική βάση: авиабаза. -
68 авиабаза
[αβιαμπάζα] ουσ θ αεροπορική βάση -
69 авиалиния
[αβιαλίνιγια] ουσ θ αεροπορική γραμμή -
70 авиабаза
-ы θ.αεροπορική βάση. -
71 авиалиния
-и θ.αεροπορική γραμμή. -
72 авиаподкормка
-и θ.αεροπορική λίπανση εδάφους. -
73 авиапочта
-ы θ.αεροπορικό ταχυδρομείο, ταχυδρομική αεροπορική επιστολή. -
74 авиаразведка
-и θ.αεροπορική αναγνώριση. -
75 авиатрасса
-ы θ.αεροπορική γραμμή. -
76 авиационный
επ.αεροπορικός•-ая школа αεροπορική σχολή.
-
77 база
-ы θ.1. βάση, βάθρο•база колоны η βάση της κολόνας.
2. το κύριο, το σπουδαιότερο στο οποίο στηρίζεται κάτι•экономическая οικονομική βάση•
сыревая база βάση πρώτων υλών.материальная база η υλική βάση.
|| αποθήκες, εγκαταστάσεις•военная база στρατιωτική βάση•
база во-; енно-морская база ναυτική βάση•
авиационная -αεροπορική βάση.
|| αποθήκη υλικών, εμπορευμάτων κλπ.3. τουρσ. σταθμός•экскурсионная база εκδρομικός σταθμός.
-
78 барражирование
-я ουδ.περιπολία αεροπορική. -
79 высший
-ая, -ее υπερθ. β. του επ. высокий.1. ανώτατος, υπέρτατος•-ая судебная инстанция ο ανώτατος δικαστικός οργανισμός•
-командный состав το ανώτατο διοικητικό σώμα•
-ее начальство η ανώτατη διοίκηση•
-ая точка το ανώτατο σημείο•
-ая форма организации ανώτατη μορφή οργάνωσης•
-ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
2. ανώτερος•-ее образование ανώτερη μόρφωση•
-ая математика τα ανώτερα μαθηματικά•
-ая школа ανώτερη σχολή•
-ее качество ανώτερη ποιότητα.
εκφρ.высший пилотаж – εναέρια ακροβασία, αεροπορική επίδειξη•- ая мера наказания – η εσχάτη των ποινών•- ее общество – η ανώτερη κοινωνία•в -ей степени – στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό. -
80 путь
-и α.1. δρόμος, οδός•прямой путь ίσιος δρόμος•
широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•
санный путь ελκηθόδρομος•
заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•
воздушный путь αεροπορική γραμμή.
2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•каким -м? με τι τρόπο;•
любым -м με κάθε τρόπο.
3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.
4. ταξίδι•направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.
5. δρομολόγιο•путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•
держать путь τηρώ την κατεύθυνση.
|| μέσον•путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.
6. όφελος, κέρδος•коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.
εκφρ.жизненный путь – η πορεία της ζωής•окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•- и сообщения – η συγκοινωνία•без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό.
См. также в других словарях:
Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
Hellenic Aerospace Industry — Infobox Company company name = HELLENIC AEROSPACE INDUSTRY (HAI) Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) company company type = Defence and Advanced Technology genre = foundation = 1975 founder = Greek State location city = flagicon|GRE Tanagra… … Wikipedia
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κερκύρας, νομός — Νομός (641 τ. χλμ., 111.975 κάτ.) της περιφέρειας Ιονίων Νήσων με πρωτεύουσα την Κέρκυρα. Η επικράτειά του περιλαμβάνει το ομώνυμο νησί, τα νησιά Παξοί, Αντίπαξοι, Οθωνοί, Μαθράκι, Ερεικούσα και τις νησίδες Άγιος Νικόλαος, Πτυχία, Ποντικονήσι,… … Dictionary of Greek
Military police — The Singapore Armed Forces Military Police Command providing security coverage at the Padang in Singapore during the National Day Parade in 2000 … Wikipedia
Helios Airways Flight 522 — Artist s depiction of 5B DBY being met by two F 16s of the Hellenic Air Force at 34000 ft Accident summary Date … Wikipedia
Hellenic Aerospace Industry — (HAI) (griechisch Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία Α.Ε.) ist ein griechisches Unternehmen der Luftfahrtindustrie mit Sitz in Tanagra. Neben der Zulieferung von Bauteilen hat sich das Unternehmen auf den Bau von unbemannten Flugzeugen… … Deutsch Wikipedia