Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αίμασι

См. также в других словарях:

  • αἵμασι — αἵ̱μασι , αἷμα blood neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόφονος — νεόφονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο 2. αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φόνος (< θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. αρτί φονος, μελισσόφονος. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»