Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

έρχομαι

  • 1 приходить

    έρχομαι, φτάνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приходить

  • 2 прийти

    прийти 1) έρχομαι, φτάνω· \прийти домой έρχομαι στο σπίτι' \прийти первым φτάνω πρώτος 2) (κ чему-л.) καταλήγω· \прийти к власти έρχομαι στην εξουσία· \прийти к соглашению καταλήγω σε συμφωνία 3) (β какое-либо состояние): \прийти в отчаяние απελπίζομαι, πέφτω σε απελ πισία, καταντώ ◇ мне пришло в голову μου κατέβηκε μια ιδέα
    * * *
    1) έρχομαι, φτάνω

    прийти́ домо́й — έρχομαι στο σπίτι

    прийти́ пе́рвым — φτάνω πρώτος

    2) (к чему-л.) καταλήγω

    прийти́ к вла́сти — έρχομαι στην εξουσία

    прийти́ к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία

    прийти́ в отча́яние — απελπίζομαι, πέφτω σε απελπισία, καταντώ

    ••

    мне пришло́ в го́лову — μου κατέβηκε μια ιδέα

    Русско-греческий словарь > прийти

  • 3 прийти

    приду, придшь, παρλθ. χρ. пришл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. пришедший,
    επιρ. μτχ. придя
    ρ.σ.
    1. έρχομαι φτάνω αφικνού-μοα•

    отец -шёл домой с работы ο πατέρας ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά•

    почта -шла без опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυστέρηση•

    поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα•

    зима -шла ο χειμώνας ήρθε.

    || επιστρέφω, γυρίζω.
    2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. || φτάνω, καταλήγω•

    прийти к соглашению, καταλήγω σε συμφωνία•

    прийти к заключению φτάνω στο συμπέρασμα.

    3. με την πρόθεση «В» και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. από το ουσιαστικό: прийти в ужас φρικιάζω•

    прийти в бешенство λυσσώ, λυσσιάζω•

    прийти в восторг ενθουσιάζομαι•

    прийти в негодование αγανακτώ•

    прийти в отчаяние απελπίζομαι•

    прийти в недоумение αμηχανώ•

    прийти в негодность αχρηστεύομαι•

    прийти к упадок ξεπέφτω, παρακμάζω.

    εκφρ.
    прийти в головуκ. παλ. прийти в мысль έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη•
    прийти в движение – κινούμαι, μπαίνω-σε κίνηση•
    прийти в себя – συνέρχομαι•
    прийти в чувство ή в сознание – ανακτώ τις αισθήσεις•
    прийти на помощь – έρχομαι σε βοήθεια.
    1. έρχομαι, πέφτω•

    седьмое число -лось в пятницу η εφτά του μήνα έπεσε μέρα Παρασκευή.

    2. συμπίπτω, ταιριάζω,πηγαίνω•

    прийти по росту ταιριάζω στο ανάστημα•

    прийти по ноге ταιριάζω στο πόδι•

    этот ключ -тся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει.

    3. (απρόσ.)• θαχρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θαεπιβληθεί•

    мне -дтся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, τυχαίνω•

    что -тся ό,τι τύχει•

    как -тся όπως λάχει•

    когда -тся όταν τύχει.

    4. (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό.
    5. (απλ.) κοστίζω, στοιχίζω• αξίζω.
    εκφρ.
    прийти по вкусу (по сердцу, по нраву, по душе) – μου αρέσει, μου γουστάρει•
    прийти кстати – έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > прийти

  • 4 приходить

    приходить
    несов
    1. Ερχομαι, φθάνω, ἀφικνοδμαι:
    \приходить домой ἐρχομαι στό σπίτι· пароход приходит в пять часов τό βαπόρι φθάνει στίς πέντε ἡ ῶρα· мне приходит в голову мысль... μοῦ ήρθε μιά Ιδέα στό νοῦ...·
    2. (наступать, наставать) ἐρχομαι, φθάνω:
    приходит ночь νύχτωσε·
    3. (в какое-л. состояние) ἐρχομαι, περιέρχομαι, πέφτω:
    \приходить в отчаяние ἀπελπίζομαι, μέ πιάνει ἀπόγνωση· -\приходить в восторг κατενθουσιάζομαι· \приходить в бешенство γίνομαι ἔξω φρενών· \приходить в изумление μένω κατάπληκτος· \приходить в негодность γίνομαι ἀχρηστος, πέφτω σέ ἀχρηστία· \приходить в упадок παρακμάζω, πέφτω σέ παρακμή· ◊ \приходить всебя συνέρχομαι· \приходить к заключению φθάνω στό συμπέρασμα· \приходить к соглашению καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ-\приходить на помощь Ιρχομαι νά βοηθήσω· \приходить к концу τελειώνω.

    Русско-новогреческий словарь > приходить

  • 5 являться

    явля||ться
    несов
    1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):
    \являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·
    2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    3. (оказываться, становиться) είμαι:
    \являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·
    4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:
    \являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον.

    Русско-новогреческий словарь > являться

  • 6 явить

    явлю, явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. явленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εμφανίζω, δείχνω, αποκαλύπτω•

    он -ил собой пример беспристрастия αυτός έδειξε παράδειγμα αμεροληψίας.

    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι, προσέρχομαι•

    он не -лся в суд αυτός δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο•

    вовремя явить на заседание έρχομαι έγκαιρα στη συνεδρίαση•

    явить в назначенный час παρουσιάζομαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. γεννιέμαι, βλέπω το φως της μέρας, έρχομαι στον κόσμο.
    3. γίνομαι αιτία•

    простуда -лась причиной болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστιας.

    || είμαι, υπάρχω. || μτφ. εμφανίζομαι, έρχομαι•

    у меня -лась мысль μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•

    -лись сомнения άρχισαν οι αμφιβολίες•

    ей -лась радость της ήρθε χαρά. (αυτή χάρηκε)•

    -лась возможность παρουσιάστηκε η δυνατότητα.

    Большой русско-греческий словарь > явить

  • 7 подъехать

    -ду, -едешь
    ρ.σ. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, φτάνω, προσεγγίζω (με μεταφορικό μέσο). || φτάνω, έρχομαι, αφικνούμαι• ε πισκέπτομαι. || μτφ. (απλ.) έρχομαι με σκοπό (κυρίως πονηρό).

    Большой русско-греческий словарь > подъехать

  • 8 доезжать

    доезжать, доехать φτάνω, έρχομαι( κάπου)
    * * *
    = доехать
    φτάνω, έρχομαι (κάπου)

    Русско-греческий словарь > доезжать

  • 9 из-под

    из-под 1) από, κάτω από приехать \из-под Тулы έρχομαι από Τούλα 2) (для) για, από, коробка \из-под конфет το κουτί από σοκολατένια
    * * *
    1) από, κάτω από

    прие́хать из-под Ту́лы — έρχομαι από Τούλα

    2) ( для) για, από

    коро́бка из-под конфе́т — το κουτί από σοκολατένια

    Русско-греческий словарь > из-под

  • 10 контакт

    контакт м в рази. знач. η επαφή* η σχέση (связь) личные \контакты οι προσωπικές επαφές вступать в \контакт έρχομαι σε επαφή устанавливать \контакт αποκαθιστώ επαφή
    * * *
    м в разн. знач.
    η επαφή; η σχέση ( связь)

    ли́чные конта́кты — οι προσωπικές επαφές

    вступа́ть в конта́кт — έρχομαι σε επαφή

    устана́вливать конта́кт — αποκαθιστώ επαφή

    Русско-греческий словарь > контакт

  • 11 кстати

    кстати 1. (уместно) ( ακριβώς) στην ώρα· прийти \кстати έρχομαι στην ώρα· вы пришли очень \кстати ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή 2. вводн. слово; где он, \кстати? πού είναι, αλήθεια, αυτός;
    * * *
    1.
    ( уместно) (ακριβώς) στην ώρα

    прийти́ кста́ти — έρχομαι στην ώρα

    вы пришли́ о́ченькста́ти — ήρθατε στην κατάλληλη στιγμή

    2.
    вводн. Слово

    где он, кста́ти? — πού είναι, αλήθεια, αυτός

    Русско-греческий словарь > кстати

  • 12 навстречу

    навстречу σε προϋπάντηση* выйти \навстречу βγαίνω σε προϋπάντηση пойти \навстречу кому-л. а) πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον* б) перен. Έρχομαι να βοηθήσω κάποιον
    * * *

    вы́йти навстре́чу — βγαίνω σε προϋπάντηση

    пойти́ навстре́чу кому́-л. — а)πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον б) перен. έρχομαι να βοηθήσω κάποιον

    Русско-греческий словарь > навстречу

  • 13 настать

    настать έρχομαι, φτάνω' \настатьло утро ξημέρωσε' \настатьла
    * * *
    έρχομαι, φτάνω

    наста́тьло у́тро — ξημέρωσε

    наста́тьла ночь — νύχτωσε

    наста́тьло ле́то — έφτασε το καλοκαίρι

    Русско-греческий словарь > настать

  • 14 наступить

    Русско-греческий словарь > наступить

  • 15 ничья

    ничья 1. ж. р. от ничей 2. ж спорт, η ισοπαλία· сделать \ничьяю έρχομαι ισοπαλία (или νούλα)
    * * *
    1. ж. р. от ничей 2. ж спорт.
    η ισοπαλία

    сде́лать ничью́ — έρχομαι ισοπαλία ( или νούλα)

    Русско-греческий словарь > ничья

  • 16 первый

    первый πρώτος· \первый этаж το ισόγειο· \первый раз η πρώτη φορά· \первыйого числа στην πρώτη του μήνα· в \первыйом часу κατά τη μία η ώρα· половина \первыйого δώδεκα και μισή η ώρα· прийти \первыйым έρχομαι πρώτος
    * * *

    пе́рвый эта́ж — το ισόγειο

    пе́рвый раз — η πρώτη φορά

    пе́рвого числа́ — στην πρώτη του μήνα

    в пе́рвом часу́ — κατά τη μία η ώρα

    полови́на пе́рвого — δώδεκα και μισή η ώρα

    прийти́ пе́рвым — έρχομαι πρώτος

    Русско-греческий словарь > первый

  • 17 прибыть

    прибыть φτάνω, έρχομαι
    * * *
    φτάνω, έρχομαι

    Русско-греческий словарь > прибыть

  • 18 приехать

    приехать φτάνω, έρχομαι (με όχημα)
    * * *
    φτάνω, έρχομαι (με όχημα)

    Русско-греческий словарь > приехать

  • 19 явиться

    явиться 1) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι; φτάνω, έρχομαι (приходить ) 2) (оказаться ) είμαι
    * * *
    1) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι; φτάνω, έρχομαι ( приходить)
    2) ( оказаться) είμαι

    Русско-греческий словарь > явиться

  • 20 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

См. также в других словарях:

  • έρχομαι — έρχομαι, ήρθα και ήλθα βλ. πίν. 150 (και ως απρόσ. [μου] ρχεται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἔρχομαι — ibo pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — ήρθα 1. κινούμαι, πλησιάζω κάποιον ή κάπου: Η βροχή έρχεται στην περιοχή μας. 2. φτάνω, αφικνούμαι: Ήρθε από το ταξίδι αργά το βράδυ. 3. ακολουθώ: Μετάτην αστραπή έρχεται η βροντή. 4. φτάνω σε ύψος: Η φούστα έρχεται ως τα γόνατα. 5. επιστρέφω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔλθετον — ἔρχομαι ibo aor subj act 3rd dual (epic) ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd dual (epic) ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd dual ἔρχομαι ibo aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλθητον — ἔρχομαι ibo aor subj act 3rd dual ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd dual ἔρχομαι ibo aor subj act 3rd dual ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρχεσθον — ἔρχομαι ibo pres imperat mp 2nd dual ἔρχομαι ibo pres ind mp 3rd dual ἔρχομαι ibo pres ind mp 2nd dual ἔρχομαι ibo imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐληλύθεεν — ἔρχομαι ibo perf inf act (epic) ἔρχομαι ibo plup ind act 3rd sg (epic ionic) ἔρχομαι ibo plup ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλθε — ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd sg ἔρχομαι ibo aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔρχομαι ibo aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλθετε — ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd pl (epic) ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd pl ἔρχομαι ibo aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλθω — ἔρχομαι ibo aor subj act 1st sg ἔρχομαι ibo aor subj act 1st sg ἔρχομαι ibo aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»