-
1 πατώ
[ταπτάτσα] ρ στέκομαι στο ίδιο μέρος -
2 πατώ
[ουτάσκιβατ'] ρ σέρνω, απάγω -
3 наступить
-ушпь, -упишьρ.σ. πατώ•наступить на ковр πατώ στο χαλί•
наступить кому на ногу πατώ κάποιον στο πόδι•
наступить на колючки πατώ στ αγκάθια.
|| στηρίζομαι (στο πόδι)•εκφρ.медвдь ή слон на ухо -ил – άμουσος άν θρωπος.-упит ρ.σ.βλ. настать. -ла весна ήρθε η Ανοιξη•-ла тишина έγινε σιγή.
-
4 вставать
вставатьнесов1. (подниматься на ноги) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, σηκώνομαι ὀρθιος:\вставать из-за стола σηκώνομαι ἀπ· τό τραπέζι·2. (на что-л.) ἀνεβαίνω, σκαρφαλώνω·3. перен (на защиту и т. п.) ὁρθώνομαι, ξεσηκώνομαι, ἀνίσταμαι, ὀρθοῦμαι·4. (о солнце) ἀνατέλλω, βγαίνω·5. (возникать) παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι, ἐγείρομαι·6. (наступать на что-л.) πατώ, στέκω, πατώ τό πόδι μου:\вставать на ковер πατώ στό χαλί·7. (останавливаться) σταματώ· ◊ \вставать на учет ἐγγράφομαι· \вставать с левой йоги ξυπνώ ἄκε-φος· \вставать на чьем-л. пути μπαίνω ἐμπόδιο. -
5 давить
давитьнесов1. πιέζω, ζουλώ, βαραίνω, ἐξασκώ πίεση·2. (раздавить, убивать) συντρίβω / πατῶ, κόβω, συνθλίβω (автомобилем и т. п.)·3. (мять, выжимать) στύβω, πατῶ, ζουπίζω:\давить лимон στύβω τό λεμόνι· \давить виноград πατώ τά σταφύλια·4. (душить) πνίγω, στραγγα· λίζω·5. (стягивать, жать) σφίγγω, κόβω:воротник давит ὁ γιακάς μέ σφίγγει· мне давит грудь μοῦ πλακώνει τό στήθος, μέ πιέζει στό στῆθος·6. перен (угнетать) καταπιέζω, πιέζω, πνίγω. -
6 утаптывать
утаптыватьнесов πατῶ, ἰσιώνω πατώντας:\утаптывать ногами πατώ, τσαλαπατώ· \утаптывать землю (снег) πατώ τό ἐδαφος (τό χιόνι). -
7 измять
изомну, изомншь, παθ. μτχ,. παρλθ. χρ. измятый, βρ: -мит, -а, -о ρ.σ.μ.τσαλακώνω πατώ•измять платье τσαλακώνω το φόρεμα•
измять траву πατώ το χορτάρι•
измять глину πατώ τη λάσπη.
|| μτφ. ζαρώνω, ρυτιδώνω•измять лицо ζαρώνω το πρόσωπο.
|| μτφ. σακατεύω, τσακίζω ηθικά.τσαλακώνομαι, πατιέμαι. -
8 нажать
нажать 1-жму, -жмёшьρ.σ.1. πιέζω, πατώ, ζουπώ•нажать кнопку πατώ το κουμπί.
2. θλίβω, πατώ• στίβω.3. (στρατ.) περισφίγγω• πιέζω.4. μτφ. εξασκώ πίεση.5. μτφ. επιλαμβάνομαι δραστήρια, στρώνομαι για τα γερά. нажать на работу στρώνομαι στη δουλειά•нажать на учбу στρώνομαι στη μελέτη.
|| επιταχύνω το ρυθμό, σφίγγομαι, βάνομαι.εκφρ.нажать на все кнопки (пружины, педали) – ενεργώ παντοιοτρόπως, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα, κινώ γη και ουρανό.нажать 2-жну, -жнёшьρ.σ.μ.θερίζω. -
9 пожать
пожать 1-жму, -жмшь ρ,σ.μ.1. σφίγγω•руку σφίγγω το χέρι (χαιρετίζοντας).
2. θλίβω, πιέζω, πατώ, ζουπίζω•пожать виноград πατώ τα σταφύλια.
3. θλίβω, πιέζω, πατώ (για ένα χρον. διάστημα).εκφρ.пожать плечами – σηκώνω ή μαζεύω τους ώμους (σε ένδειξη άγνοιας, αμφιβολίας κ.τ.τ.).(συμ) μαζεύομαι, συστέλλομαι.пожать 2-жну, -жншьρ.σ.μ.1. θερίζω•пожать рожь θερίζω τη βρίζα.
2. μτφ.. δρέπω, απολαβαίνω, αποκομίζω•пожать плоды своих трудов δρέπω τους καρπούς των κόπων μου•
пожать лавры δρέπω δάφνες•
пожать славу δρέπω δόξα•
что пос-ешь, то и -жншь. παρμ. ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, όπως στρώσεις, έτσι και θα κοιμηθείς.
-
10 топтать
топчу, топчешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топтанный, βρ: -тан, -а, -оρ,δ.μ.1. ποδοπατώ, τσαλαπατώ•топтать траву ποδοπατώ το χορτάρι.
|| λερώνω με τα πόδια, με τα παπούτσια•топтать пол πατώντας λερώνω το πάτωμα.
|| (για υποδήματα) στραβοπατώ. || βαδίζω.2. πατώ•раненых -ли конями τους τραυματίες τους πατούσαν με τα άλογα.
|| μτφ. διαρπάζω, λεηλατώ.3. πιέζω, θλίβω•топтать виноград πατώ τα σταφύλια.
|| ανακατεύω•топтать глину πατώ τον πηλό.
4. βλ. спариться:εκφρ.топтать в грязи – κυλώ στο βούρκο• κατασυκοφαντώ• ποδοπατώ την αξιοπρέπεια, ξευτελίζω, κουρελιάζω, ρεζιλεύω•топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω).1. ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. || λερώνομαι με το ποδοπάτημα.2. (για υποδήματα) στραβοπατιέμαι.3. πιέζομαι, θλίβομαι.4. κάνω βήμα σημειωτό. || στριφογυρίζω στο ίδιο μέρος.5. είμαι, βρίσκομαι. || παρευρίσκομαι.εκφρ.топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω, δεν αναπτύσσομαι). -
11 утоптать
утопчу, утопчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утоптанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ. πατώ• ποδοπατώ•утоптать землю πατώ το χώμα•
утоптать снег πατώ το χιόνι.
πατιέμαι• ποδοπατιέμαι. -
12 подавить
1. (слегка надавить) πιέζω, πατώ 2. (раздавить всё, многое) συνθλίβω, συμπιέζω, πατώ 3. (насильственно положить конец чему-л.) καταστέλλω, καταπνίγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подавить
-
13 давить
-
14 задавить
-
15 звонок
звонок м в разн. знач. το κουδούνι давать \звонок (в школе ) σημαίνω το κουδούνι το κουδούνισμα (сигнал, звук) нажать \звонок πατώ το κουδούνι* * *м в разн. знач.το κουδούνιдава́ть звоно́к (в школе) — σημαίνω το κουδούνι; το κουδούνισμα (сигнал, звук)
нажа́ть звоно́к — πατώ το κουδούνι
-
16 клятва
клятва ж о όρκος* давать \клятвау ορκίζομαι* нарушать \клятвау πατώ όρκο* * *жο όρκοςдава́ть кля́тву — ορκίζομαι
наруша́ть кля́тву — πατώ όρκο
-
17 наступить
I наступить I (ногой) πατώ II наступить II (настать) έρχομαι, φτάνω, αρχίζω* * *I( ногой) πατώII( настать) έρχομαι, φτάνω, αρχίζω -
18 жать
жать Iнесов1. (давить, стискивать) πιέζω, σφίγγω, ζουλῶ:\жать ру́ку σφίγγω τό χέρι·2. (быть тесным) στενεύω, στενοχωρώ:ту́фли жмут (μέ) στενέβουν τά παπούτσια· воротничок мне жмет μέ σφίγγει ὁ γιακάς·3. (выдавливать, выжимать) στίβω, στραγγίζω, πατώ:\жать виноград πατῶ τά σταφύλια· \жать сок из лимона στίβω τό λεμόνι· \жать масло στραγγίζω τό βούτυρο.жать IIнесов (рожь и т. п.) θερίζω. -
19 задавить
задавитьсов1. (раздавить) πατώ, συντρίβω, ζουλώ, ζουλίζω/ πλακώνω, πατώ (машиной и т. п.)·2. (задушить) πνίγω, στραγγαλίζω·3. перен (подавить) καταστέλλω, καταπνίγω. -
20 надавить
надавитьсов, надавливать несов1. πιέζω, πατώ:\надавить кнопку πατῶ τό κουμπί·2. (выжимать) βγάζω, στύβω:надавить соку στύβω τό χυμό.
См. также в других словарях:
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
πατώ — πατάω / πατώ, πάτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πατώ — πάτησα, πατήθηκα, πατημένος 1. βάζω το πέλμα μου, βαδίζω πάνω σε κάτι. 2. ληστεύω, καταπατώ: Πάτησαν οι κλέφτες το χωριό. 3. συνθλίβω: Πρέπει να πατηθούν τα σταφύλια, για να βγάλουν κρασί. 4. για τροχοφόρα, περνώ πάνω από κάτι: Τον πάτησε το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατῶ — πατέω eat pres subj act 1st sg (attic epic doric) πατέω eat pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτῳ — πάτος trodden masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαλοπατώ — πατώ με μεγάλα ή άτακτα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλο + πατώ] … Dictionary of Greek
κορνάρω — πατώ την κόρνα τού αυτοκινήτου, σφυρίζω με την κόρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cornare] … Dictionary of Greek
στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… … Dictionary of Greek
τσαλαπατώ — Ν 1. ποδοπατώ, καταστρέφω κάτι ποδοπατώντας το («βγήκε τρέχοντας έξω και τσαλαπάτησε ό,τι βρήκε μπροστά του») 2. εξευτελίζω, στραπατσάρω, τσαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πατώ, έχουν, όμως, διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον… … Dictionary of Greek
αντιπατώ — ( άω κ. έω) (AM ἀντιπατῶ, άω) πατάω κι εγώ αυτόν που με πάτησε μσν. νεοελλ. 1. πατώ στερεά 2. περπατώ καμαρωτά 3. πατώ νεοελλ. 1. πατώ δυνατά με εναλλαγή των ποδιών (κυρίως στο πάτημα των σταφυλιών) 2. αντιστέκομαι … Dictionary of Greek
εμβαίνω — (AM ἐμβαίνω) μπαίνω, προχωρώ μέσα, εισέρχομαι αρχ. 1. εμποδίζω, παρεμβαίνω 2. προχωρώ γρήγορα 3. επιβιβάζομαι σε πλοίο 4. ανεβαίνω πάνω σε κάτι 5. πατώ πάνω σε κάτι 6. επηρεάζω δυσμενώς («δαίμων ἐνέβη Περσῶν γενεᾷ», Αισχ.) 7. πατώ ακροποδητί 8.… … Dictionary of Greek