-
21 παρ-εργάτης
παρ-εργάτης, ὁ, Einer der lauter Nebendinge treibt, π. λόγων, ein müssiger Schwätzer, Eur. Suppl. 442, u. in später Prosa.
-
22 συν-εργάτης
συν-εργάτης, ὁ, der Mitarbeiter, Helfer, τινί; Soph. Phil. 93; τὸν ξυνεργάτην ἄγρας, Eur. Bacch. 1144.
-
23 χειρ-εργάτης
χειρ-εργάτης, Handarbeiter, VLL.
-
24 μυλ-εργάτης
μυλ-εργάτης, ὁ, der Mühlenarbeiter, Müller, Philp. 76 (VII, 394).
-
25 κακ-εργάτης
κακ-εργάτης, ὁ, = κακεργέτης, Nicet.
-
26 κοσμ-εργάτης
κοσμ-εργάτης, ὁ, der Weltschöpfer, Sp.
-
27 λιπ-εργάτης
λιπ-εργάτης, ὁ, der seine Arbeit verläßt, Long. 2, 22, wo Schäfer λιπερνήτης vermuthet.
-
28 αὐλακ-εργάτης
αὐλακ-εργάτης, σίδηρος, Furchen machend, Philip. ep. 49 (IX, 742).
-
29 ὀμματ-εργάτης
ὀμματ-εργάτης, ὁ, Augen machend, Sp.
-
30 εργάτα
ἐργάτᾱ, ἐργάτηςworkman: masc nom /voc /acc dualἐργάτηςworkman: masc voc sgἐργάτᾱ, ἐργάτηςworkman: masc gen sg (doric aeolic)ἐργάτηςworkman: masc nom sg (epic)——————ἐργάται, ἐργάτηςworkman: masc nom /voc plἐργάτᾱͅ, ἐργάτηςworkman: masc dat sg (doric aeolic) -
31 ἔργον
Grammatical information: n.Meaning: `work, labour, work of art' (Il.).Dialectal forms: Myc. wekata \/wergatās\/Compounds: As 1. member e. g. in ἐργο-λάβος `undertaker'; further PN Έργα-μένης (Bechtel Namenstud. 23f.; cf. ἐργά-της but also Άλκαμένης); very often as 2. member - εργός (or - οργός), e. g. γεωργός (s. γῆ), δημιουργός (s. v.).Derivatives: ἐργώδης `laborious, heavy' (Hp., X.). ἐργάτης m. (from plur. ἔργα; Schwyzer 500; cf. ἐργάζομαι) `labourer', esp. `agricultural lab.', `laborious' (Ion.-Att.), f. ἐργάτις, with ἐργατικός `from an ἐργάτης, laborious', ἐργατίνης = ἐργάτης (Theoc.; vgl. Chantraine Formation 203, Schwyzer 490), διεργάτινος (Mytilene), ἐργατήσιος `profitable' (Plu. Cat. Ma. 21; uncertain; cf. Chantraine 42); ἐργασία, to ἐργάζομαι, s. below; denomin. verb ἐργατεύομαι, - εύω `work hard' with ἐργατεία (LXX, pap.). Έργάνη, Delph. Ϝαργάνα surname of Athena (Delphi VI-Va etc.), also = ἐργασία (pap., H.); ἔργανα, Ϝέργανα (written γέργ-) ἐργαλεῖα H. ἐργαλεῖον, usu. pl. - εῖα, Cret. Ϝεργ- `tool, instrument' (Ion.-Att.); there is no *ἔργαλον (cf. Chantraine 60 w. n. 1). denomin. verb ἐργάζομαι (Schwyzer 734 w. n. 7), Cret. Ϝεργάδδομαι `work' (Il.), often with prefix ἀπ-, ἐν- etc.; several derivv.: ἐργαστικός `busy, productive, labourer' (Ion.-Att.); ἐργασία, Cret. Ϝεργ- `(heavy) labour, fieldwork, profession' (Ion.-Att.; cf. Porzig Satzinhalte 215) with ἐργάσιμος `in business, cleared (land)' (also to ἐργάζομαι; cf. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 44f.); ἐργαστήρ `fieldlabourer' (X.), ἐργαστής `id.', also `negotiator' (A. D., Rom. inscr.); ἐργαστήριον `workshop' (Ion.-Att.; cf Chantraine 62f.; from there - after vinculum - Lat. ergastulum; after Leumann [lastly Sprache 1, 207 n. 11] from ἔργαστρον) with ἐργαστηριακός `labourer' (Plb.), deminut. ἐργαστηρίδιον (pap.); ἔργαστρα pl. `wages' (pap.; Chantraine 332); cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 147 w. n. 3. Desiderat. ptc. ἐργασείων `who wants to do' (S.).Origin: IE [Indo-European] [1168] *u̯erǵ- `work'Etymology: Ϝέργον (Dor.; from there El. Ϝάργον) is identical with Av. varǝzǝm n., Germ., e. g. OHG werc, ONo. verk n. ` work'; IE *u̯érǵom n.; with sec. o Arm. gorc `id.' (after deverb. gorcem `work'); uncertain Welsh. vergo-bretus `highest official of the Aeduans'. - Primary verbs ἔρδω and ῥέζω; further ὄργανον, ὄργια, ἐόργη, s. vv.Page in Frisk: 1,548-549Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔργον
-
32 εργατα
-
33 εργατις
-
34 εργάται
-
35 ἐργάται
-
36 εργάταν
-
37 ἐργάταν
-
38 εργάτας
ἐργάτᾱς, ἐργάτηςworkman: masc acc plἐργάτᾱς, ἐργάτηςworkman: masc nom sg (epic doric aeolic) -
39 ἐργάτας
ἐργάτᾱς, ἐργάτηςworkman: masc acc plἐργάτᾱς, ἐργάτηςworkman: masc nom sg (epic doric aeolic) -
40 καργάτης
См. также в других словарях:
ἐργάτης — workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε … Dictionary of Greek
εργάτης — ο θηλ. εργάτρια 1. αυτός που εργάζεται σωματικά. 2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες. 3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο. 4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάται — ἐργάτης workman masc nom/voc pl ἐργάτᾱͅ , ἐργάτης workman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατῶν — ἐργάτης workman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάταιν — ἐργάτης workman masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάταις — ἐργάτης workman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάτην — ἐργάτης workman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάτου — ἐργάτης workman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)