-
61 εποχιακός
-
62 ιδανικός
η, ό[ν] в разн. знач идеальный;ιδανική ομορφιά — идеальная красота;
ιδανικός έρωτας — идеальная любовь;
ιδανικός χαρακτήρας (εργάτης) — идеальный характер (работник);
ιδανικόν αέριον физ. — идеальный газ
-
63 καλός
η, ό[ν] 11) хороший (в раэн. знач);καλ εργάτης (μαθητής, άνθρωπος) — хороший рабочий (ученик, человек);
καλό φόρεμα — хорошее, красивое платье;
καλός πίνακας — хорошая картина;
καλός καιρός — хорошая погода;
καλός άνεμος — сильный ветер;
καλή φήμη — добрая слава, доброе имя;
καλό φάρμακο — эффективное средство (о лекарстве);
2) (в пожеланиях):ώρα καλή! — а) в добрый час!, счастливого пути!; — б) ирон. скатертью дорога;
καλό ταξίδι! — счастливого путешествия, счастливого пути!;
καλή αντάμωση — до свидания;
§ καλό μούτρο — негодяй;
άνθρωποι καλής θέλησης — люди доброй воли;
είμαι ( — или βρίσκομαι) στίς καλές μου — быть в хорошем настроении, в хорошем расположении духа;
βλέπω με καλό μάτι — хорошо, благожелательно относиться;
του τα είπα ( — или έψαλα) από την καλή — я ему сказал об этом напрямик;
καλό και τούτο — этого ещё не хватало;
μιά και καλή — раз навсегда;
καλέ! — послушай, дружище! (в обращении);
καλ κι' αυτός! ирон. — ну и хорош!;
καλή ώρα σαν... — ну прямо как... (в сравнениях);
ο καλός καλο δεν έχει — погов, хорошим людям часто не везёт;
2.1) (о, η):ο καλός μου — любимый мой;
η καλή μου — любимая моя;
2) (η) лицевая сторона (одежды, ткани) -
64 μισθωτός
η, ό[ν] 1. работающий по найму; наёмный;εργάτης — наёмный рабочий;μισθωτή εργασία — наёмный труд;
2. (ο)1) наёмник (солдат); 2) перен. наёмник, наймит, агент -
65 πετρέλαιο(ν)
το нефть;φωτιστικό πετρέλαιο(ν) — керосин;
ακάθαρτο πετρέλαιο(ν) — мазут;
τα πετρέλαια — или κοιτάσματα πετρέλαίου — нефть, залежи нефти, нефтяные залежи;
υποπροϊόντα πετρέλαίου — нефтепродукты;
αγωγός πετρέλαίρυ — нефтепровод;
διυλιστήριο πετρέλαίου — нефтеперегонный завод;
η βιομηχανία εξόρυξης πετρέλαίου — нефтедобывающая промышленность;
ο εργάτης βιομηχανίας πετρέλαίου — нефтяник
-
66 πετρέλαιο(ν)
το нефть;φωτιστικό πετρέλαιο(ν) — керосин;
ακάθαρτο πετρέλαιο(ν) — мазут;
τα πετρέλαια — или κοιτάσματα πετρέλαίου — нефть, залежи нефти, нефтяные залежи;
υποπροϊόντα πετρέλαίου — нефтепродукты;
αγωγός πετρέλαίρυ — нефтепровод;
διυλιστήριο πετρέλαίου — нефтеперегонный завод;
η βιομηχανία εξόρυξης πετρέλαίου — нефтедобывающая промышленность;
ο εργάτης βιομηχανίας πετρέλαίου — нефтяник
-
67 συνειδητός
-
68 εργατών
-
69 ἐργατῶν
-
70 εργάταιν
-
71 ἐργάταιν
-
72 εργάταις
-
73 ἐργάταις
-
74 εργάτη
-
75 ἐργάτῃ
-
76 εργάτηι
-
77 ἐργάτηι
-
78 εργάτην
-
79 ἐργάτην
-
80 εργάτησι
См. также в других словарях:
ἐργάτης — workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε … Dictionary of Greek
εργάτης — ο θηλ. εργάτρια 1. αυτός που εργάζεται σωματικά. 2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες. 3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο. 4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάται — ἐργάτης workman masc nom/voc pl ἐργάτᾱͅ , ἐργάτης workman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατῶν — ἐργάτης workman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάταιν — ἐργάτης workman masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάταις — ἐργάτης workman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάτην — ἐργάτης workman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάτου — ἐργάτης workman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)