-
1 ouvrier
εργάτης -
2 dělník
εργάτης -
3 labourer
εργάτης -
4 workman
εργάτης -
5 pracownik
εργάτης -
6 robotnik
εργάτης -
7 ırgat
εργάτης, μεροκαματιάρης -
8 işçi
εργάτης, δουλευτής -
9 рабочий
рабочий Iм ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής:поденный \рабочий ὁ μεροκαματιάρης, ὁ ἡμερομίσθιος ἐργάτης· сезонный \рабочий ὁ ἐργάτης τής ἐποχής.рабоч||ий IIприл1. ἐργατικός:\рабочий класс ἡ ἐργατική τάξη [-ις], ἡ ἐργατιά· \рабочийее движение τό ἐργατικό κίνημα· \рабочий» район ἡ ἐργατική συνοικία· из \рабочийей семьи ἀπό ἐργατική οίκογένεια·2. (трудовой, предназначенный для работы) ἐργάσιμος, ἐργατικός, τής ἐργασίας:\рабочий день ἡ ἐργάσιμη ήμερα, ἡ καματερή· \рабочийее время ὠρες τής δουλείας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·\рабочий костюм τά ροῦχα τής δουλειᾶς·\рабочий инструмент τά ἐργαλεία τής δουλείας· \рабочийее место ὁ χώρος τής δουλειδς·3. (производящий полезную работу):\рабочий скот τά ὑποζύγια· \рабочийая пчела ἡ ἐργάτις (μέλισσα)·4. тех. (выполняющий работу):\рабочийее колесо́ ὁ κινητήριος τροχός· \рабочий ход ἡ κίνηση μηχανής· ◊ \рабочийие ру́ки τά ἐργατικά χέρια· \рабочийая сила ἡ ἐργατική δύναμη. -
10 работник
-а α.-ца, -ы θ.εργάτης, εργάτρια, δουλευτής, -εύτρα• υπάλληλος• εργατοτεχνίτης• στέλεχος. || παλ. μισθωτός εργάτης. || παλ. εργάτης.εκφρ.домашняя -ца – υπηρέτρια• εσωτερική. -
11 рабочий
рабочий 1-его α.εργάτης•индустриальный рабочий εργάτης βιομηχανίας•
фабричный рабочий εργάτης φάμπρικας•
железнодорожные -ие οι σιδηροδρομικοί εργάτες.
рабочий 2-ая, -ее επ.1. εργατικός•-класс εργατική τάξη•
-ее движение εργατικό κίνημα•
рабочий посёлок εργατική συνοικία.
2. εργαζόμενος•-ая молодёжь η εργαζόμενη νεολαία•
-ие пчёлы εργάτριδες μέλισσες•
рабочий скот τα ζώα της δουλειάς (φορτηγά, αροτριόντα).
3. κινητός, κινούμενος• κινητήριος•-ие части машины τα κινητά μέρη της μηχανής•
-ее колесо ο κινητήριος τροχός•
рабочий ход κίνηση της μηχανής.
4. εργάσιμος•-ее время ώρα εργασίας•
рабочий день εργάσιμη μέρα.
|| της δουλειάς• -- костюм; -ая одедца τα ρούχα της δουλειάς.εκφρ.- ая сила – α) εργατική δύναμη• β) εργατικό δυναμικό, οι εργάτες. -
12 нефтяник
-
13 работник
работник м о εργάτης* ο υπάλληλος (служащий) ответственный \работник το στέλεχος·' научный '- ο επιστήμονας* * *мο εργάτης; ο υπάλληλος ( служащий)отве́тственный рабо́тник — το στέλεχος
нау́чный рабо́тник — ο επιστήμονας
-
14 рабочий
I рабочий Ι м о εργάτης II рабочий II 1) εργατικός* \рабочийее движение το εργατικό κίνημα 2) (для работы) εργάσιμος; \рабочий день η εργάσιμη μέρα* * *I мο εργάτηςII1) εργατικόςрабо́чее движе́ние — το εργατικό κίνημα
2) ( для работы) εργάσιμοςрабо́чий день — η εργάσιμη μέρα
-
15 трудящийся
трудящийся 1. εργαζόμενος, εργατικός 2. м о εργάτης,. о εργαζόμενος* * *мο εργάτης, ο εργαζόμενος -
16 газовырубщик
ο εργάτης κοπής με οξυγόνο-ασετυλίνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газовырубщик
-
17 газорезчик
ο οξυγονοκόπτηςο εργάτης κοπής με οξυγόνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > газорезчик
-
18 горнорабочий
ο μεταλλωρύχος, ο εργάτης ορυχείων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горнорабочий
-
19 грузчик
1. (механизм) о φορτωτής грейферный - με αρπάγη 2. (рабочий) о εργάτης της φορτοεκφόρτωσηςο αχθοφόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грузчик
-
20 жестянщик
ο εργάτης-ειδικός στην κατεργασία λευκοσιδήρουο λευκοσιδηρουρ-γόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жестянщик
См. также в других словарях:
ἐργάτης — workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε … Dictionary of Greek
εργάτης — ο θηλ. εργάτρια 1. αυτός που εργάζεται σωματικά. 2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες. 3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο. 4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάται — ἐργάτης workman masc nom/voc pl ἐργάτᾱͅ , ἐργάτης workman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατῶν — ἐργάτης workman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάταιν — ἐργάτης workman masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάταις — ἐργάτης workman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάτην — ἐργάτης workman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάτου — ἐργάτης workman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)