Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

έξαψις

  • 1 εξαψις

         ἔξαψις
        - εως ἥ [ἐξάπτω II] воспламенение Arst., Plut.

    Древнегреческо-русский словарь > εξαψις

  • 2 πνεύμα

    τό
    1) е разя. знач дух;

    μαχητικό ( — или πολεμικό) πνεύμα — боевой дух;

    ||γιον πνεύμα рел — святой дух;

    τό αγαθό πνεύμα — добрый дух;

    πονηρόν πνεύμα — злой дух, лукавый, чёрт;

    τα κακά πνεύματα злые духи;
    ετοιμάτης τού πνεύματος присутствие духа;

    έξαψις πνεύμάτων — брожение умов;

    τό πνεύμα τού νόμου — дух закона;

    τό πνεύμα της διαταγής — сущность приказа;

    στο πνεύμα τού μαρξισμού — в марксистском духе;

    σύμφωνα με το πνεύμα της επο-

    χής в духе времени;

    με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης — в духе взаимопонимания;

    εν πνεύματι αμοιβαίας εμπιστοσύνης в обстановке взаимного доверия;
    2) ум; интеллект; остроумие;

    πνεύμα ανήσυχο — беспокойный дух или ум;

    τα μεγάλα πνεύματα великие умы;

    πνεύμα εφευρετικό — изобретательный ум;

    έχω επιχειρηματικό πνεύμα — быть предприимчивым;

    έχει πολύ πνεύμα — он очень остроумен, находчив;

    κάνω πνεύμα — острить;

    3) грам, знак придыхания;
    4) хим. спирт, алкоголь; § πτωχός τω πνεύματι рел, перен. нищий духом;

    παρέδωκε το πνεύμα — он испустил дух, отдал богу душу; — умер, скончался;

    τό μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής — сильный духом, но немощный телом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πνεύμα

См. также в других словарях:

  • ἔξαψις — fastening fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάψει — ἔξαψις fastening fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξάψεϊ , ἔξαψις fastening fem dat sg (epic) ἔξαψις fastening fem dat sg (attic ionic) ἐξάπτω fasten from aor subj act 3rd sg (epic) ἐξάπτω fasten from fut ind mid 2nd sg ἐξάπτω fasten from fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάψεις — ἔξαψις fastening fem nom/voc pl (attic epic) ἔξαψις fastening fem nom/acc pl (attic) ἐξάπτω fasten from aor subj act 2nd sg (epic) ἐξάπτω fasten from fut ind act 2nd sg ἐξά̱ψεις , ἐξάπτω fasten from futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξαψιν — ἔξαψις fastening fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξαψη — η (AM ἔξαψις) [εξάπτω] 1. θέρμανση, καύση («τυρὸς σιτίων ἔξαψιν ποιήσει», Ιπποκρ.) 2. ένταση, διέγερση, αγανάκτηση («έξαψη τών παθών») νεοελλ. ιατρ. αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο που έρχεται απότομα και παροδικά και συνοδεύεται από ερυθρότητα… …   Dictionary of Greek

  • ἐξάψεων — ἐξάψεω̆ν , ἔξαψις fastening fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάψεως — ἐξάψεω̆ς , ἔξαψις fastening fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάψῃ — ἐξάψηι , ἔξαψις fastening fem dat sg (epic) ἐξάπτω fasten from aor subj mid 2nd sg ἐξάπτω fasten from aor subj act 3rd sg ἐξάπτω fasten from fut ind mid 2nd sg ἐξά̱ψῃ , ἐξάπτω fasten from futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἐξά̱ψῃ , ἐξάπτω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»